Ο κίνδυνος να εκδηλώσει ένας άνθρωπος σοβαρή μορφή της λοίμωξης που προκαλεί ο κορωνοϊός Covid-19 «αποτυπώνεται» στο αίμα του νωρίς στην πορεία της νόσου και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για προγνωστικούς σκοπούς, αναφέρουν επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο Καίημπριτζ.
Αναλύοντας δείγματα αίματος από δεκάδες εθελοντές, οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι ορισμένες πολύ πρώιμες αλλαγές στο ανοσοποιητικό σύστημα μπορούν να αποκαλύπτουν ποιοι θα αρρωστήσουν βαριά.
Οι επιστήμονες είχαν ανακαλύψει νωρίς στην πανδημία ότι ο κορωνοϊός μπορεί να αποδιοργανώσει το ανοσοποιητικό. Η αποδιοργάνωση αυτή μπορεί να προκαλέσει βλάβες στους πνεύμονες και σε άλλα όργανα, όπως η καρδιά, το ήπαρ και ο εγκέφαλος. Επομένως ήταν σημαντικό να βρεθεί ένας τρόπος να αναγνωρίζονται νωρίς όσοι κινδυνεύουν να την παρουσιάσουν.
Η νέα μελέτη πραγματοποιήθηκε σε 207 πάσχοντες από τη λοίμωξη που προκαλεί ο κορωνοϊός και 45 υγιείς συνομηλίκους τους. Σε διάστημα 90 ημερών οι εθελοντές αυτοί έδωσαν συνολικά 605 δείγματα αίματος. Οι ερευνητές τα ανέλυαν, καταγράφοντας διάφορους δείκτες (ουσίες) του ανοσοποιητικού.
Στο τέλος της μελέτης, συνέκριναν τις ανοσολογικές αντιδράσεις των ασθενών με σοβαρή νόσο Covid-19 με εκείνες:
- Των ασθενών που είχαν μέτριας βαρύτητας νόσο
- Των ατόμων που ήσαν ασυμπτωματικοί
Οι ασθενείς με βαριά νόσο
Η σύγκριση έδειξε ότι νωρίς στην πορεία της λοίμωξης, το ανοσοποιητικό των ασθενών που τελικά εκδήλωσαν βαριά Covid παρήγαγε περισσότερες κυτταροκίνες. «Οι κυτταροκίνες είναι πρωτεΐνες που ενορχηστρώνουν την ανοσοποιητική αντίδραση», γράφει στην ιστοσελίδα The Conversation η Dr. Rebecca Aicheler, λέκτορας Ανοσολογίας στο Μητροπολιτικό Πανεπιστήμιο του Κάρντιφ. Μία από τις κυτταροκίνες που ήταν μειωμένη στους ασθενείς με σοβαρή νόσο Covid-19 ήταν η TNF-άλφα.
Οι ασθενείς αυτοί είχαν επίσης λιγότερα κύτταρα που επιτίθενται στον ιό. Ειδικότερα είχαν χαμηλότερα επίπεδα Τ-λεμφοκυττάρων και Β-λεμφοκυττάρων, τα οποία είναι απαραίτητα για να εξουδετερωθεί ο κορωνοϊός.
Τα ευρήματα αυτά συνδυαστικά σημαίνουν πως οι ασθενείς οι οποίοι τελικά παρουσίασαν σοβαρή νόσο, είχαν από τις αρχές της:
- Υψηλότερα επίπεδα φλεγμονής
- Χαμηλότερη ανοσολογική απόκριση για να εξουδετερώσουν τον κορωνοϊό
Οι διαφορές αυτές παρατηρήθηκαν περίπου την εποχή που πρωτοάρχισαν τα συμπτώματά τους, επομένως πολύ πριν μπουν στο νοσοκομείο. Επιπλέον, από τα περισσότερα από 30 είδη ανοσολογικών κυττάρων που εξέτασαν οι ερευνητές, υπήρχαν διαφορές στα 13.
Πολλές, δε, από τις διαφορές αυτές επέμεναν ακόμα και 60 ημέρες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων.
Οι ασθενείς με ήπια νόσο
Αντίστοιχα, στους ασθενείς με ήπια νόσο και σε όσους δεν είχαν συμπτώματα διαπιστώθηκε ότι η ανοσολογική αντίδραση ήταν πρώιμη και ισχυρή. Στην πραγματικότητα, παρήγαγαν όσα Τ- και Β- λεμφοκύτταρα και όσα αντισώματα χρειάζονταν για να εξουδετερωθεί ο κορωνοϊός.
Αυτή η ανοσολογική αντίδραση παρατηρήθηκε κατά την πρώτη εβδομάδα της λοίμωξης. Τα επίπεδα των προαναφερθέντων κυττάρων και αντισωμάτων ήταν πολύ υψηλότερα απ’ ό,τι στους ασθενείς με σοβαρή νόσο.
Όταν εξ άλλου πέρασε η λοίμωξη που προκάλεσε ο κορωνοϊός, τα επίπεδα των ανοσοποιητικών κυττάρων επέστρεψαν σύντομα στο φυσιολογικό. Επιπλέον, οι ασθενείς αυτοί δεν είχαν ενδείξεις συστηματικής φλεγμονής, που θα μπορούσε να προκαλέσει οργανικές βλάβες.
«Οι άνθρωποι με σοβαρή νόσο τείνουν να έχουν πιο αργή ανοσολογική απόκριση στον κορωνοϊό. Η αντίδραση αυτή είναι εμφανώς διαφορετική από εκείνη των ασθενών με ήπια νόσο. Επομένως, οι διαφορές αυτές θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να προβλέπεται η έκβαση της νόσου», σημειώνουν οι ερευνητές στο άρθρο τους.
Η νέα μελέτη δεν έχει ακόμα αξιολογηθεί από ανεξάρτητη επιτροπή ειδικών, ώστε να δημοσιευθεί σε κάποια ιατρική επιθεώρηση. Ωστόσο αναρτήθηκε στον διακομιστή επιστημών Υγείας medRxiv.