Iatropedia

Κορωνοϊός: Νέες οδηγίες για τα εμβόλια της Pfizer και της Moderna

Τι συνιστούν τα CDC για τα εμβόλια, με βάση αναθεωρημένες οδηγίες που εξέδωσαν. Τις συνοψίζουν ειδικοί του ΕΚΠΑ. Αφορούν τα νεότερα δεδομένα για τις ενδείξεις και τις αντενδείξεις τους, το χρονοδιάγραμμα εμβολιασμών και τι πρέπει να κάνουν ύστερα όσοι ολοκληρώνουν τον εμβολιασμό τους.

Αναθεωρημένες οδηγίες για τα εμβόλια mRNA κατά της λοίμωξης που προκαλεί ο νέος κορωνοϊός εξέδωσαν τα ομοσπονδιακά Κέντρα Ελέγχου & Προλήψεως των Ασθενειών (CDC) των ΗΠΑ.

Η αναθεώρηση έγινε στις 10 Φεβρουαρίου 2021 ώστε να συμπεριλάβει, μεταξύ άλλων, διευκρινίσεις για τις αντενδείξεις και για τις προφυλάξεις κατά τη χρήση τους. Προστέθηκε επίσης στις αναθεωρημένες οδηγίες η αναφορά για όψιμες τοπικές αντιδράσεις με το εμβόλιο της Moderna.

Σύμφωνα με τα CDC, οι αντιδράσεις αυτές μπορεί να είναι κοκκίνισμα, σκλήρυνση ή κνησμός (φαγούρα). Έχουν εμφανιστεί τη δεύτερη εβδομάδα από τον εμβολιασμό σε μερικούς ασθενείς και μπορεί να είναι σχετικά μεγάλες σε έκταση. Δεν είναι, όμως, γνωστό αν θα εκδηλωθούν και μετά τη δεύτερη δόση. Τα CDC διευκρινίζουν, πάντως, ότι δεν είναι αλλεργικής αιτιολογίας, απλώς τοπικές αντιδράσεις που καθυστερούν να εκδηλωθούν.

Οι ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Ιωάννης Ντάνασης, Μαρία Γαβριατοπούλου και Θάνος Δημόπουλος (πρύτανης ΕΚΠΑ), συνοψίζουν τις αναθεωρημένες οδηγίες των CDC.

Σε ποιες ηλικίες χορηγούνται τα εμβόλια

Πως χορηγούνται οι δύο δόσεις

Οι δύο δόσεις από τα εν λόγω εμβόλια mRNA χορηγούνται με το εξής σχήμα:

Η δεύτερη δόση από τα εμβόλια πρέπει να χορηγείται όσο το δυνατό εγγύτερα στο προβλεπόμενο χρονοδιάγραμμα. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως δεν θα χορηγείται πολύ νωρίτερα (το πολύ έως 4 ημέρες νωρίτερα), αλλά ούτε και με καθυστέρηση.

Εάν πρέπει να υπάρξει καθυστέρηση στη χορήγηση της δεύτερης δόσης, τότε αυτή μπορεί να χορηγηθεί έως και 6 εβδομάδες (42 ημέρες) μετά την πρώτη δόση. Τα δεδομένα για την αποδοτικότητα της χορήγησης πέραν αυτού του χρονικού διαστήματος είναι προς το παρόν περιορισμένα.

Τι ισχύει για τις εναλλαγές και τα άλλα εμβόλια

Κάθε εμβολιασμένος πρέπει να λαμβάνει δύο δόσεις από το ίδιο εμβόλιο. Τα εν λόγω εμβόλια mRNA δεν προορίζονται για να χορηγούνται εναλλάξ. Δεν υπάρχουν επίσης διαθέσιμα δεδομένα για την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια της συγχορήγησής τους με άλλα εμβόλια για τον κορωνοϊό.

Αν ένα άτομο πρέπει να κάνει εμβόλιο και για κάποιο άλλο νόσημα, συνιστάται να μεσολαβήσει ελάχιστο χρονικό διάστημα 14 ημερών πριν και μετά τη χορήγηση του άλλου εμβολίου και του εμβολίου για τον κορωνοϊό. Ωστόσο, σε έκτακτες καταστάσεις όπου το προσδοκώμενο όφελος αναμένεται να είναι μεγαλύτερο από τους δυνητικούς κινδύνους, μπορεί να γίνει νωρίτερα η χορήγηση των δύο εμβολίων. Αυτή είναι, λ.χ., η περίπτωση που ένας άνθρωπος τραυματίζεται και πρέπει να κάνει αντιτετανικό εμβόλιο.

Επί του παρόντος, δεν συνιστώνται πρόσθετες αναμνηστικές δόσεις από τα εμβόλια για τον κορωνοϊό, πέραν των δύο δόσεων που όλοι κάνουν.

Οι ειδικοί τονίζουν ότι δεν συνιστάται η προφυλακτική χορήγηση αντισταμινικών πριν τον εμβολιασμό για πρόληψη αλλεργικών αντιδράσεων. Δεν συνιστάται επίσης η προφυλακτική χορήγηση αντιπυρετικών ή παυσίπονων για την πρόληψη των αντιδράσεων μετά τον εμβολιασμό.

Εμβολιασμός ατόμων με ενεργό ή ιαθείσα λοίμωξη COVID-19

Τα εμβόλια εναντίον της λοίμωξης που προκαλεί ο νέος κορωνοϊός, πρέπει να χορηγούνται στους ιαθέντες από συμπτωματική ή ασυμπτωματική COVID-19. Ωστόσο, δεν συνιστάται να ελέγχονται με μοριακή εξέταση PCR πριν από τον εμβολιασμό.

Αντιθέτως, οι πάσχοντες από ενεργό λοίμωξη COVID-19 δεν πρέπει να εμβολιαστούν έως ότου αναρρώσουν από την οξεία φάση της λοίμωξης. Το ίδιο ισχύει και για όσους έχουν λάβει την πρώτη αλλά όχι τη δεύτερη δόση του εμβολίου.

Παρόλο που δεν υπάρχει σύσταση σχετικά με το ελάχιστο διάστημα μεταξύ λοίμωξης και εμβολιασμού, ο κίνδυνος επαναλοίμωξης θεωρείται χαμηλός τους μήνες μετά τη λοίμωξη COVID-19. Μπορεί, όμως, να αυξηθεί με την πάροδο του χρόνου, καθώς φθίνει η φυσική ανοσία.

Για όσους έχουν εμβολιασθεί και νοσήσουν από COVID-19, οι θεραπευτικές αποφάσεις δεν θα πρέπει να επηρεάζονται από τον προηγούμενο εμβολιασμό.

Εμβολιασμός ατόμων που έχουν λάβει αντισώματα ή πλάσμα

Προς το παρόν δεν υπάρχουν στοιχεία σχετικά με την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια των εμβολίων mRNA σε όσους έχουν λάβει:

Λαμβάνοντας υπόψη το χρόνο ημίσειας ζωής αυτών των θεραπειών και ότι η επαναλοίμωξη είναι ασυνήθης εντός των πρώτων 90 ημερών από την αρχική λοίμωξη, ο εμβολιασμός συνιστάται μετά το πέρας των 90 ημερών.

Εμβολιασμός ατόμων με συνυπάρχουσες παθήσεις

Οι αντενδείξεις του εμβολιασμού αφορούν ατομικό ιστορικό σοβαρών αλλεργικών αντιδράσεων αναφυλαξίας. Αντιθέτως, άτομα με συνυπάρχουσες παθήσεις μπορούν να κάνουν κανονικά τα εμβόλια. Αυτό ισχύει και για τα άτομα με ανοσοκαταστολή εξαιτίας:

Τα άτομα αυτά μπορεί να έχουν αυξημένο κίνδυνο σοβαρής λοίμωξης COVID-19. Επομένως, συνιστάται ο εμβολιασμός με τα εμβόλια mRNA έναντι του νέου κορωνοϊού σε ασθενείς:

Εμβολιασμός ειδικών κατηγοριών

Η παρουσία δερματικών προθεμάτων δεν αποτελεί αντένδειξη για τα εμβόλια. Σπάνια εμφανίζονται παρενέργειες και είναι παροδικές. Αντιμετωπίζονται με χρήση κορτικοστεροειδών και στενή ιατρική παρακολούθηση.

Όσον αφορά την εγκυμοσύνη, είναι ακόμα περιορισμένα τα δεδομένα για την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια του εμβολιασμού στις εγκύους. Με δεδομένο όμως ότι τα εμβόλια mRNA δεν περιέχουν ζώντα ιό, δεν αναμένονται ιδιαίτεροι κίνδυνοι από τα εμβόλια ούτε για τη μητέρα ούτε για το έμβρυο. Επιπλέον, τα οφέλη από τον εμβολιασμό αναμένεται να είναι περισσότερα από τους δυνητικούς κινδύνους.

Επομένως, οι έγκυοι μπορούν να συζητούν με το θεράποντα ιατρό ώστε να αποφασίζουν σχετικά με τον εμβολιασμό με βάση:

Το ίδιο ισχύει και για τις θηλάζουσες γυναίκες, καθώς τα εμβόλια mRNA δεν θεωρείται ότι θέτουν κινδύνους για το νεογνό.

Οι αντενδείξεις των εμβολίων

Τα εμβόλια αντενδείκνυνται σε περίπτωση:

Αυτά τα άτομα δεν πρέπει να λάβουν εμβόλιο mRNA, εκτός κι αν εκτιμηθούν από αλλεργιολόγο-ανοσολόγο και κριθεί ότι μπορεί να προχωρήσουν στον εμβολιασμό υπό ιατρική παρακολούθηση.

Συστάσεις δημόσιας υγεία για τους εμβολιασθέντες

Όσοι έχουν κάνει εμβόλια για τη λοίμωξη που προκαλεί ο νέος κορωνοϊός, πρέπει να συνεχίσουν να ακολουθούν τα μέτρα πρόληψης της διασποράς του. Τα μέτρα αυτά, που είναι απαραίτητα για να εξακολουθήσουν να προστατεύουν τους εαυτούς τους και τους γύρω τους, είναι:

Τι πρέπει να κάνουν μετά την επαφή με κρούσμα

Οι εμβολιασθέντες που έχουν εκτεθεί σε πιθανό ή επιβεβαιωμένο κρούσμα COVID-19, δεν χρειάζεται να τεθούν σε καραντίνα εάν πληρούν τα ακόλουθα κριτήρια:

  1. Είναι πλήρως εμβολιασμένοι και έχουν παρέλθει τουλάχιστον 2 εβδομάδες από τη δεύτερη εμβολιαστική δόση (ή από την πρώτη δόση για μονοδοσιακά εμβόλια)
  2. Δεν έχουν παρέλθει πάνω από 3 μήνες από την τελευταία δόση του εμβολίου
  3. Παραμένουν ασυμπτωματικοί

Όσοι εμβολισθέντες δεν πληρούν και τα 3 κριτήρια, πρέπει να ακολουθήσουν τις συστάσεις απομόνωσης μετά την έκθεση σε πιθανό ή επιβεβαιωμένο κρούσμα COVID-19.

Παρόλο που δεν είναι γνωστός ο κίνδυνος μετάδοσης του SARS-CoV-2 από εμβολιασθέντες, τα εμβόλια προστατεύουν από την συμπτωματική λοίμωξη COVID-19. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, διότι ο νέος κορωνοϊός φαίνεται ότι μεταδίδεται περισσότερο από ασθενείς που εκδηλώνουν συμπτώματα, ακόμα και πριν εμφανιστούν αυτά. Επιπλέον, τα CDC εκτιμούν πως τα ατομικά και κοινωνικά οφέλη από την αποφυγή της μη απαραίτητης καραντίνας, υπερνικούν τον θεωρητικό κίνδυνο που θέτει η ασυμπτωματική μετάδοση.

Εξαίρεση στον ανωτέρω κανόνα αποτελούν οι νοσηλευόμενοι και οι ένοικοι μονάδων μακροχρόνιας περίθαλψης. Οι άνθρωποι αυτοί θα πρέπει να ακολουθούν τις οδηγίες καραντίνας μετά την έκθεση σε πιθανό ή επιβεβαιωμένο κρούσμα.