Κορωνοϊός: Ποια συμπτώματα συνοδεύονται από αυξημένο κίνδυνο σοβαρής νόσου

  • Iatropedia newsroom
κορωνοϊός
Ποιοι ασθενείς έχουν την χειρότερη πρόγνωση και ποιοι είναι πιθανότερο να περάσουν  ελαφριά τη λοίμωξη Covid-19. Μελέτη της Ισπανικής Εταιρείας Εσωτερικής Παθολογίας σε χιλιάδες ασθενείς.

Οι ασθενείς που μολύνει ο κορωνοϊός Covid-19 μπορεί να διατρέχουν διαφορετικό κίνδυνο σοβαρής ή ηπιότερης νόσου, αναλόγως με τα συμπτώματα που έχουν κατά την έναρξή της, αναφέρουν επιστήμονες από την Ισπανία.

Σε μελέτη που πραγματοποίησαν με χιλιάδες πάσχοντες από τη λοίμωξη που προκαλεί ο νέος κορωνοϊός, κατέληξαν στο συμπέρασμα πως μεγαλύτερο κίνδυνο για σοβαρή νόσο διατρέχουν όσοι εξ αρχής εκδηλώνουν πυρετό, βήχα και δυσκολία στην αναπνοή, με ή χωρίς έμετο και διάρροια.

Αντιθέτως, όσοι έχουν συμπτώματα κρυολογήματος μαζί με απώλεια της όσφρησης και της γεύσης, είναι πιθανότερο να έχουν ήπια νόσο. Οι ασθενείς αυτοί έχουν επίσης αυξημένες πιθανότητες να αναρρώσουν ταχύτερα.

Η μελέτη πραγματοποιήθηκε σε 12.066 ασθενείς. Με βάση τα συμπτώματά τους οι ερευνητές τους χώρισαν σε τέσσερις ομάδες (φαινότυπους). Η μία από αυτές συμπεριλαμβάνει ασθενείς εξαιρετικά υψηλού κινδύνου για νοσηλεία στην εντατική και φτωχή πρόγνωση. Η άλλη από ασθενείς που σχεδόν «πέρασαν στο πόδι» τη λοίμωξη που προκαλεί ο κορωνοϊός.

«Οι τέσσερις φαινότυποι μπορεί να βοηθήσουν τους γιατρούς να αναγνωρίζουν αμέσως τους υψηλού κινδύνου ασθενείς», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής Dr Manuel Rubio-Rivas, από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Bellvitge, στη Βαρκελώνη. «Με αυτό τον τρόπο μπορούν να προσφέρουν σε κάθε ασθενή την ενδεδειγμένη θεραπεία, την κατάλληλη στιγμή».

Τα πιο επικίνδυνα συμπτώματα

Η πρώτη ομάδα αποτελείτο από 8.737 πάσχοντες από τη λοίμωξη που προκαλεί ο κορωνοϊός. Οι ασθενείς ήταν ως επί το πλείστον άνδρες. Οι ασθενείς αυτοί είχαν μόνο πυρετό, βήχα και δυσκολία στην αναπνοή (δύσπνοια). Οι ασθενείς αυτοί είχαν επίσης υψηλότερη συχνότητα συνοδών νοσημάτων.

Ο ένας στους 10 χρειάσθηκαν νοσηλεία στην εντατική, με το 24,1% να χάνουν τελικά τη ζωή τους. Η θνησιμότητα αυτή ήταν η υψηλότερη μεταξύ των τεσσάρων υποομάδων.

Η μικρότερη θνησιμότητα

Η δεύτερη ομάδα ασθενών αντιπροσώπευε το σχεδόν 10% του συνόλου (1.196 ασθενείς) Επρόκειτο για ασθενείς με αγευσία και ανοσμία (απώλεια γεύσης και όσφρησης) που συχνά είχαν και πυρετό με βήχα. Μερικοί είχαν επίσης δύσπνοια. Η ομάδα αυτή είχε το χαμηλότερο ποσοστό εισαγωγής στην εντατική και θανάτου (4,3%).

Πόνοι στους μυς και τις αρθρώσεις

Η τρίτη ομάδα πασχόντων από την λοίμωξη που προκαλεί ο κορωνοϊός, αποτελείτο από το 7,3% των ασθενών (880 άτομα). Οι άνθρωποι αυτοί είχαν πόνους στους μυς και τις αρθρώσεις, πονοκέφαλο και πονόλαιμο. Τα συμπτώματα αυτά συχνά συνοδεύονταν από πυρετό, βήχα ή/και δύσπνοια. Το 10,8% από αυτούς χρειάσθηκαν νοσηλεία στην εντατική και το 14,7% έχασαν τη ζωή τους.

Συμπτώματα από το πεπτικό

Στην τέταρτη ομάδα ταξινομήθηκαν 1.253 ασθενείς (το 10,4% του συνόλου). Σε αυτούς ο κορωνοϊός είχε προκαλέσει συμπτώματα από το πεπτικό (διάρροια, έμετος, πόνος στην κοιλιά). Πολλοί είχαν επίσης πυρετό, βήχα και δύσπνοια. Από τους ασθενείς αυτούς, το 8,5% χρειάσθηκαν εισαγωγή στην εντατική. Το 18,6% έχασαν τελικά τη ζωή τους. Η ομάδα αυτή είχε τη δεύτερη υψηλότερη θνησιμότητα μεταξύ των τεσσάρων.

Πόσο συχνά ήταν τα συμπτώματα

Ανεξαρτήτως υποομάδας, τα πιο συχνά συμπτώματα που είχαν οι ασθενείς ήταν:

  • Πυρετός (το 85,7% των ασθενών)
  • Βήχας (το 75,8%)
  • Δύσπνοια (το 59,7%)
  • Αρθρομυαλγία (το 31,4%)
  • Διάρροια (το 24,4%)
  • Πονοκέφαλος (το 11,6%)
  • Πονόλαιμος (το 9,9%)
  • Αγευσία (το 8,2%)
  • Έμετος (το 7,4%)
  • Ανοσμία (το 7,3%)
  • Πόνος στην κοιλιά (το 6,1%)

Νωρίτερα η επιθετική θεραπεία

Τη νέα μελέτη υπογράφουν ο Dr. Rubio-Rivas και 23 ακόμα γιατροί από νοσοκομεία της Ισπανίας. Όπως εξηγούν, αν βρεθεί τρόπο να γνωρίζουν οι γιατροί ποιοι ασθενείς θα νοσήσουν πιο βαριά, θα δοθεί η δυνατότητα να γίνεται νωρίτερα πιο επιθετική θεραπεία. «Το να κερδίσουμε 2-3 μέρες στη λοίμωξη που προκαλεί ο κορωνοϊός μπορεί να αποδειχθεί σωτήριο», υπογράμμισε ο Dr. Rubio-Rivas.

Η μέση ηλικία των ασθενών της παρούσας μελέτης ήταν τα 67 έτη. Η μεταφορά των ασθενών στο νοσοκομείο είχε γίνει κατά μέσον όρο 6-7 ημέρες μετά την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων.

Η νέα μελέτη δημοσιεύθηκε στην ιατρική επιθεώρηση Journal of Clinical Medicine.