Τα πρώτα γενετικά τροποποιημένα κοτόπουλα στον κόσμο, τα οποία είναι ανθεκτικά στην γρίπη των πτηνών, κατόρθωσαν να δημιουργήσουν επιστήμονες στη Βρετανία.
Η… αναβάθμιση των πουλερικών επετεύχθη χάρη στην τεχνολογία επεξεργασίας του γονιδιώματος CRISPR. Τα νέα κοτόπουλα έχουν μικρές αλλαγές σε ένα και μόνο γονίδιο. Ωστόσο οι αλλαγές αυτές ήταν αρκετές για να γίνουν ιδιαίτερα ανθεκτικά στις επιθέσεις της γρίπης των πτηνών.
Στην πραγματικότητα, τα εννέα στα 10 πουλερικά δεν είχαν καμία ένδειξη μόλυνσης όταν εκτέθηκαν σε τυπικές δόσεις του ιού.
Ωστόσο δεν απετράπη η μόλυνση όλων των πουλερικών ανεξαιρέτως και οι επιστήμονες λένε ότι αυτό πρέπει οπωσδήποτε να γίνει, αν είναι να προστατευθούν ζώα και άνθρωποι από τη νόσο. Και αυτό διότι υπάρχει κίνδυνος να μεταλλαχθούν οι ιοί που προκαλούν γρίπη των πτηνών και να γίνουν επικίνδυνοι για τους ανθρώπους.
Η νέα έρευνα
Τα νέα ευρήματα δημοσιεύονται στην επιστημονική επιθεώρηση Nature Communications. Οι ερευνητές εστίασαν την έρευνά τους σε ένα γονίδιο που λέγεται ANP32. Το γονίδιο αυτό παράγει μία πρωτεΐνη, την οποία χρησιμοποιεί ο ιός της γρίπης των πτηνών για να αναπαραχθεί.
Οι ερευνητές θέλησαν να εξακριβώσουν εάν, αποτρέποντας της χρήση αυτής της πρωτεΐνης, μπορούσαν να σταματήσουν την αναπαραγωγή του ιού. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι αφ’ ενός τα κοτόπουλα θα παρέμεναν υγιή, αφ’ ετέρου ο ιός δεν θα είχε την ευκαιρία να μεταλλαχθεί.
Οι ερευνητές έκαναν μικρές τροποποιήσεις στο γονίδιο και εξέθρεψαν 10 γενετικά τροποποιημένα κοτόπουλα. Όταν τα εξέθεσαν σε δόσεις του ιού εφάμιλλες με εκείνες που κατά κανόνα μολύνουν τα πουλερικά, μόνο το ένα μολύνθηκε. Ωστόσο παρήγαγε πολύ χαμηλό ιικό φορτίο και για ελάχιστες ημέρες.
Αντιθέτως, όταν οι ερευνητές εξέθεσαν κανονικά κοτόπουλα στις ίδιες δόσεις του ιού, όλα μολύνθηκαν.
Στην επόμενη φάση της έρευνάς τους οι επιστήμονες εξέθεσαν τα γενετικά τροποποιημένα πουλερικά σε εξαιρετικά υψηλή δόση του ιού (ήταν χίλιες φορές μεγαλύτερη από την συνήθη). Πέντε από τα 10 μολύνθηκαν, αλλά και πάλι το ιικό φορτίο που παρήγαγε ο οργανισμός τους ήταν χαμηλότερο απ’ ό,τι εκείνο από φυσιολογικά κοτόπουλα που εξετέθησαν στην ίδια δόση.
Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι «είναι εφικτό να δημιουργήσουμε κοτόπουλα ανθεκτικά στον ιό της γρίπης των πτηνών. Δεν έχουμε όμως φτάσει ακόμα σε αυτό το σημείο», δήλωσε η επιβλέπουσα ερευνήτρια Dr. Wendy Barclay, καθηγήτρια Ιολογίας στο Imperial College του Λονδίνου (ICL).
Γιατί ανησυχούν για τη γρίπη των πτηνών
Με βάση τα έως τώρα δεδομένα, η Dr. Barclay και οι συνεργάτες της εκτιμούν ότι θα απαιτηθεί τροποποίηση σε τρία γονίδια για να επιτευχθεί πλήρης αντοχή. Όταν συμβεί αυτό, θα αρχίσει η συζήτηση για το αν θα εισαχθούν τα γενετικά τροποποιημένα πουλερικά στη βρετανική αγορά.
Η γρίπη των πτηνών ανησυχεί ιδιαιτέρως την επιστημονική κοινότητα. Την τελευταία διετία έχει οδηγήσει στον θάνατο εκατοντάδες εκατομμύρια εκτρεφόμενα και άγρια πτηνά και πουλερικά σε όλο τον κόσμο. Έχει επίσης σκοτώσει εκατοντάδες θηλαστικά σε θάλασσα και ξηρά. Επιπλέον, έχουν αναφερθεί και σποραδικοί θάνατοι ανθρώπων.
«Ένα εξαιρετικά παθογόνο στέλεχος της γρίπης των πτηνών είναι πια εκτεταμένο στα κοτόπουλα και σε άλλα πτηνά και πουλερικά σε Ασία, Ευρώπη, Αφρική και Βόρειο Αμερική. Πρόσφατα ανιχνεύθηκε και στη Νότια Αμερική και εκφράζονται φόβοι πως μετακινείται προς την Ανταρκτική», δήλωσε ο επιβλέπων ερευνητής Dr. Mike McGrew, καθηγητής Λειτουργικής Γενετικής στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου.
Όπως εξήγησε, το στέλεχος αυτό προκαλεί «πρωτοφανή αριθμό θανάτων» στα άγρια πτηνά και «ανυπολόγιστη καταστροφή» στα εκτρεφόμενα πουλερικά. Ο μεγάλος φόβος όμως είναι ότι θα αποκτήσει την ικανότητα να μολύνει εξίσου εύκολα τους ανθρώπους. Και τότε θα ξεσπάσει η επόμενη πανδημία.
Οι εναλλακτικές λύσεις που υπάρχουν είναι να εμβολιαστούν τα πτηνά και να ληφθούν αυστηρά μέτρα προστασίας των οικόσιτων και των εκτρεφόμενων πτηνών και θηλαστικών. Η πρώτη λύση όμως είναι πολύ ακριβή και η δεύτερη είναι αφύσικη για τα ζώα, καθώς θα πρέπει να κλειστούν σε προφυλασσόμενους χώρους.
«Η γενετική τροποποίηση θα ήταν μία εναλλακτική λύση προς μόνιμη αντοχή εναντίον του ιού», εκτίμησε ο Dr. McGrew.
Φωτογραφία: iStock