Iatropedia

Η LDL χοληστερίνη είναι το «καμπανάκι» κινδύνου της καρδιακής υγείας

Αν υπήρχε σύστημα συναγερμού στον οργανισμό μας για να μας προειδοποιεί για το πότε κινδυνεύει η καρδιά μας, είναι σίγουρο ότι αυτό θα λειτουργούσε βασισμένο στις τιμές της κακής LDL χοληστερόλης.

γράφει ο Δημήτριος Σταθακόπουλος. ειδικός Καρδιολόγος

Πρόκειται για ένα από τους πιο ύπουλους εχθρούς της υγείας, καθώς δεν παρουσιάζει κανένα απολύτως σύμπτωμα, όπως συμβαίνει με τις περισσότερες ασθένειες. Λειτουργεί με τα χρόνια συσσωρευτικά, προκαλώντας την αθηρωματική πλάκα στα αγγεία, που σημαίνει ότι φράσσει σταδιακά τα αγγεία μας, δυσκολεύοντας έτσι τη ροή του αίματος, γεγονός που με τη σειρά του οδηγεί τελικά σε εμφράγματα και εγκεφαλικά επεισόδια. Στη χώρα μας εκδηλώνονται κάθε χρόνο περίπου 20.000 εμφράγματα του μυοκαρδίου και 35.000 εγκεφαλικά επεισόδια, αποτελώντας 2 από τις κυριότερες αιτίες θανάτου.

Χρειάζεται βεβαίως να διευκρινιστεί πως η χοληστερόλη σε χαμηλά επίπεδα είναι απαραίτητη στον οργανισμό, καθώς συμβάλλει στη σύνθεση των κυτταρικών μεμβρανών και ορισμένων ορμονών, όπως επίσης και στην απορρόφηση λιποδιαλυτών ουσιών στο έντερο. Η χρησιμότητα της χοληστερόλης στον οργανισμό γίνεται αντιληπτή και από το γεγονός πως παράγουμε το ~80%, ενώ μόλις το ~20% το προσλαμβάνουμε από τη διατροφή.

Ο σύγχρονος τρόπος ζωής αποτελεί τον καλύτερο σύμμαχο για την κακή χοληστερόλη. Η έλλειψη άσκησης, η κακή διατροφή και το στρες του σημερινού ανθρώπου σε τόσο δύσκολες εποχές, μπορούν να οδηγήσουν σε ανεξέλεγκτη άνοδο των τιμών της, ενώ βέβαια θα πρέπει να αναφερθεί ότι μεγάλο ρόλο παίζει και η κληρονομικότητα, για την οποία όμως – ούτως ή άλλως – δεν μπορεί να υπάρξει διόρθωση.

Δεν είναι τυχαίο λοιπόν το γεγονός ότι, σύμφωνα με τις οδηγίες της Ελληνικής Εταιρείας Αθηροσκλήρωσης, για την πρόληψη αυξημένων λιπιδίων δε θα πρέπει να περιμένουμε το πρώτο check-up (που γίνεται συνήθως στην ηλικία των 40 ετών), αλλά θα πρέπει να δράσουμε προληπτικά ήδη από την παιδική ηλικία των 9 – 11 χρόνων, φροντίζοντας να μαθαίνουμε στα παιδιά να διατρέφονται σωστά, με βάση τη μεσογειακή διατροφή, αλλά και να ασκούνται τακτικά. Θα πρέπει να σημειωθεί μάλιστα ότι η Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης εξέδωσε πρόσφατα νεότερες κατευθυντήριες οδηγίες αναφορικά με τα επίπεδα της χοληστερόλης στο αίμα, μειώνοντας τα παλαιότερα συνιστώμενα επίπεδα στα 115 mg/dl για υγιείς ενήλικες και στα 70 mg/dl για ασθενείς που έχουν ιδιαίτερα υψηλό κίνδυνο. Η αναθεώρηση των οδηγιών βασίστηκε στην πρόσφατη κλινική μελέτη ευρείας κλίμακας IMPROVE-IT, που έδειξε ότι όσο πιο χαμηλά είναι τα επίπεδα της «κακής» LDL χοληστερόλης, τόσο μικρότερος είναι και ο καρδιαγγειακός κίνδυνος (κίνδυνος για ένα νέο έμφραγμα ή εγκεφαλικό).

Τα φάρμακα που αποδεδειγμένα μειώνουν την κακή LDL χοληστερόλη είναι οι στατίνες και η εζετιμίμπη. Οι στατίνες στοχεύουν στη διακοπή της παραγωγής της χοληστερόλης από το ήπαρ και η εζετιμίμπη διακόπτει την επαναπορρόφησή της από το λεπτό έντερο, ώστε να μην περνάει στον οργανισμό. Πρόσφατα μάλιστα, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων ενέκρινε τη συνδυασμένη χρήση της εζετιμίμπης με στατίνες όπως η σιμβαστατίνη και η ατορβαστατίνη, βασισμένη στα εντυπωσιακά αποτελέσματα της μελέτης IMPROVE-IT, που έδειξαν όχι μόνο μείωση μεγαλύτερη από 50% της LDL χοληστερόλης με αυτούς τους συνδυασμούς αλλά και παράλληλη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι πλέον τα φάρμακα αυτά κυκλοφορούν σε προσυσκευασμένους συνδυασμούς.

Για το καρδιομεταβολικό σύνδρομο πάντως, οι συννοσηρότητες αποτελούν εκρηκτικό κοκτέιλ. Ένας άνθρωπος με υψηλά επίπεδα LDL χοληστερόλης, ο οποίος ταυτόχρονα είναι καπνιστής, παχύσαρκος ή υποφέρει από σακχαρώδη διαβήτη, αυξάνει δραματικά τις πιθανότητες να του συμβεί καρδιαγγειακό επεισόδιο (έμφραγμα ή εγκεφαλικό).

Ακριβώς αυτή ήταν και η αφορμή για την πρόσφατη εκστρατεία ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης του κοινού για τον διαβήτη και τη δυσλιπιδαιμία με τον τίτλο «Αξίζει», που πραγματοποιήθηκε με την αιγίδα της Ελληνικής Εταιρείας Αθηροσκλήρωσης και της Ελληνικής Διαβητολογικής Εταιρείας. Η επαρκής ενημέρωση γύρω από τους δύο αυτούς σημαντικούς παράγοντες κινδύνου για το καρδιομεταβολικό σύνδρομο, καθώς και η παρότρυνση του κοινού ώστε να απευθύνεται και να συμβουλεύεται τον γιατρό για τον έλεγχο του σακχάρου και της LDL χοληστερόλης, είναι ζωτικής σημασίας για την πρόληψη και την αντιμετώπιση τους.