Υπολογίζεται ότι κάθε άνθρωπος έχει μία στις 50 πιθανότητες να εκδηλώσει λέμφωμα κάποια στιγμή στη ζωή του. Συνήθως, όμως, έχει και πάρα πολλές πιθανότητες να το ξεπεράσει.
Σύμφωνα με την αμερικανική Εταιρεία Λευχαιμίας & Λεμφώματος, η πενταετής επιβίωση των λεμφωμάτων έχει αυξηθεί θεαματικά τις τελευταίες δεκαετίες. Μάλιστα υπάρχουν ομάδες ασθενών στις οποίες υπερβαίνει πια το 90%.
Αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό, δεδομένου ότι η πενταετής επιβίωση, εάν είναι χωρίς νόσο, σηματοδοτεί την ίαση στα επιθετικά (υψηλής κακοηθείας) μη-Hodgkin λεμφώματα. Το ίδιο και στην πλειονότητα των περιπτώσεων λεμφώματος Hodgkin.
Παρ’ όλα αυτά, πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι ο κίνδυνος υποτροπής περιορίζεται δραστικά αλλά δεν εκλείπει τελείως μετά τα 5 έτη για το λέμφωμα Hodgkin. Αντίθετα, στα λεμφώματα χαμηλής κακοηθείας, αν και η επιβίωση είναι μακρά, η νόσος χαρακτηρίζεται από συνεχείς υποτροπές.
Ειδικότερα, η πενταετής επιβίωση στην μεγαλύτερη ομάδα λεμφωμάτων, τα μη-Hodgkin λεμφώματα, είναι σχεδόν 74%. Το ποσοστό αυτό είναι ιδιαίτερα υψηλό, εάν αναλογιστεί κανείς πως το 1960 ήταν μόλις 31%.
Αντίστοιχα, η πενταετής επιβίωση στα υπόλοιπα λεμφώματα (Hodgkin λεμφώματα) είναι 88%, από 40% το 1960 και αναμένεται να βελτιωθεί περαιτέρω. Ωστόσο στους ασθενείς που έχουν ηλικία κάτω των 45 ετών όταν γίνεται η διάγνωση, η πενταετής επιβίωση φθάνει στο 94%.
Δύο κατηγορίες
«Απλοϊκά θα έλεγε κανείς ότι η αδρή ταξινόμηση ενός λεμφώματος εξαρτάται από την παρουσία ή μη ενός είδους παθολογικών κυττάρων, που οι ποικιλίες του καλούνται κύτταρα Reed-Sternberg ή κύτταρα Hodgkin», εξηγεί ο αιματολόγος Θεόδωρος Βασιλακόπουλος, αναπληρωτής καθηγητής στην Αιματολογική Κλινική του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών στο Νοσοκομείο «Λαϊκό».
«Όταν ένας όγκος που εξετάζεται στο μικροσκόπιο φέρει αυτά τα κύτταρα και το κατάλληλο μικροπεριβάλλον τους, η διάγνωση είναι λέμφωμα Hodgkin. Ειδάλλως, η διάγνωση είναι μη-Hodgkin λέμφωμα, που αποτελεί όμως ένα γενικό όρο με δεκάδες διαφορετικούς υποτύπους».
Το 85% των λεμφωμάτων είναι μη-Hodgkin λεμφώματα. Στη χώρα μας καταγράφονται ετησίως 300-350 νέες περιπτώσεις λεμφώματος Hodgkin και περίπου 2.200 νέες περιπτώσεις μη-Hodgkin λεμφωμάτων.
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι «κάθε άνθρωπος έχει περίπου 1 στις 400 πιθανότητες να αναπτύξει λέμφωμα Hodgkin και 1 στις 50 να αναπτύξει μη-Hodgkin λέμφωμα», λέει ο δρ Βασιλακόπουλος.
Ό,τι απ’ τα δύο κι αν είναι, και παρά τα υψηλά ποσοστά ιάσεως, «έχει ζωτική σημασία η έγκαιρη διάγνωση των λεμφωμάτων», προσθέτει. «Και αυτό, παρότι δεν υπάρχει κάποια εξέταση διαλογής (screening) για να την επιτύχουμε, όπως π.χ. η μαστογραφία για τον καρκίνο του μαστού».
Η σημασία της έγκαιρης διάγνωσης έγκειται στο ότι τα περισσότερα λεμφώματα αρχίζουν με εντοπισμένη νόσο (οπότε αντιμετωπίζονται αποτελεσματικότερα) και εξαπλώνονται στη συνέχεια.
Αυτό είναι σημαντικό αν αναλογιστούμε ότι συχνά προσβάλλονται νέοι άνθρωποι. Στο λέμφωμα Hodgkin, λ.χ., η μέση ηλικία εμφάνισης είναι τα 35-40 έτη και πολλοί ασθενείς είναι νεότεροι ή ακόμη και έφηβοι ή παιδιά.
Αντίστοιχα, τα μη-Hodgkin λεμφώματα εμφανίζονται συνήθως σε ασθενείς μέσης ή προχωρημένης ηλικίας, αν και μερικοί σπάνιοι υπότυποι εμφανίζονται σε νέους.
Οι κύριοι τρόποι αντιμετώπισης των λεμφωμάτων είναι η χημειοθεραπεία, η ακτινοθεραπεία και, σε περιπτώσεις υποτροπών, η μεταμόσχευση μυελού των οστών. Ωστόσο η ανοσοθεραπεία έχει βελτιώσει την έκβαση των ασθενών και μπορεί να κάνει τη διαφορά ακόμη και σε δύσκολες μορφές.
Λεμφώματα Hodgkin
«Αρχικά το λέμφωμα Hodgkin αντιμετωπίζεται με χημειοθεραπεία 1ης γραμμής, με ή χωρίς ακτινοθεραπεία», λέει ο δρ Βασιλακόπουλος. «Από τους ασθενείς με αρχικό λέμφωμα Hodgkin υποτροπιάζει αδρά ο ένας στους πέντε, κατά μέγιστη εκτίμηση.
»Από εκείνους με προχωρημένο λέμφωμα Hodgkin, υποτροπιάζει ένας στους τρεις. Αυτό σημαίνει ότι στο περίπου 25% των ασθενών εμφανίζεται υποτροπή, που μπορεί να συμβεί αμέσως ή και χρόνια μετά την αρχική αντιμετώπιση. Συνήθως, όμως, η υποτροπή συμβαίνει τα πρώτα 2-5 χρόνια».
Όταν συμβεί η πρώτη υποτροπή, η θεραπεία εκλογής είναι νέα χημειοθεραπεία. Ύστερα γίνεται αυτόλογη μεταμόσχευση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων, εφ’ όσον ο ασθενής είναι επιλέξιμος για την εντατική αυτή θεραπεία.
Με το σχήμα αυτό, ιώνται συνολικά οι μισοί από τους ασθενείς που έχουν υποτροπιάσει. Οι υπόλοιποι, όμως, υποτροπιάζουν και πάλι και έως πρότινος δεν είχαν καλή πρόγνωση. «Είχαν διάμεση επιβίωση 2,5 χρόνια, δηλαδή μόνο οι μισοί επιβίωναν πέραν των 2,5 ετών», εξηγεί ο δρ Βασιλακόπουλος. «Επιπλέον, η 5ετής συνολική επιβίωση ήταν περίπου 30%».
Ανοσοθεραπεία
Σήμερα, όμως, πολλές περιπτώσεις αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά με ανοσοθεραπεία.
Η ανοσοθεραπεία μπορεί να είναι μονοκλωνικά αντισώματα που στοχεύουν ορισμένα μόρια στην επιφάνεια των κυττάρων των όγκων ή οι αναστολείς των «φρένων» (σημείων ελέγχου) του ανοσοποιητικού (check-point inhibitors).
Στα μονοκλωνικά αντισώματα, που χορηγούνται ως 3ης γραμμής θεραπεία, η πιο πρόσφατη προσθήκη είναι το φάρμακο brentuximab vedotin. Στους check-point inhibitors, που προς το παρόν αποτελούν 4ης γενιάς θεραπεία, συμπεριλαμβάνονται τα φάρμακα nivolumab και pembrolizumab.
Η ανοσοθεραπεία έχει υψηλά ποσοστά ανταπόκρισης και βελτιώνει την επιβίωση των ασθενών. Παραδείγματος χάριν, η πενταετής επιβίωση με το brentuximab vedotin είναι 41%.
Αντίστοιχα, με τους πολύ νεότερους check-point inhibitors οι περισσότεροι ασθενείς (το 80-90%) επιβιώνουν για τουλάχιστον μία διετία ακόμα.
«Ακόμα, όμως, και εάν δεν ανταποκριθούν οι ασθενείς, βελτιώνεται η ποιότητα της ζωής τους διότι επιτυγχάνουν παρατεταμένη σταθεροποίηση της νόσου τους», προσθέτει ο ειδικός. «Επιπλέον, ανακόπτεται ο ρυθμός εξέλιξης της νόσου. Έτσι, ένα ταχέως θανατηφόρο νόσημα μετατρέπεται σε χρόνιο και ελεγχόμενο στις περισσότερες περιπτώσεις».
Τα μη-Hodgkin λεμφώματα
Εντυπωσιακή αύξηση της επιβίωσης παρατηρείται και στα μη Hodgkin λεμφώματα. Αναλόγως με τον τύπο τους και την έκτασή τους μπορεί να γίνει χημειοθεραπεία – συνήθως σε συνδυασμό με ανοσοθεραπεία, άλλες στοχευμένες θεραπείες, μεταμόσχευση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων, χειρουργική επέμβαση ή νεότερης γενεάς ανοσοθεραπείες ή κυτταρικές θεραπείες.
Ο συνδυασμός ανοσοθεραπείας και χημειοθεραπείας έχει επιφέρει εντυπωσιακή αύξηση της επιβίωσης σε πολλούς πάσχοντες από μη-Hodgkin λεμφώματα από Β-κύτταρα. Στις ανθεκτικές ή υποτροπιάζουσες μορφές, εξ άλλου, μεγάλη διαφορά κάνουν οι νεότερες στοχευμένες θεραπείες και οι νεότερης γενεάς ανοσοθεραπείες ή κυτταρικές θεραπείες.
Παραδείγματος χάριν, το pembrolizumab μπορεί να βοηθήσει πάσχοντες από μία μορφή υψηλής κακοηθείας, επιθετικού μη Hodgkin λεμφώματος που λέγεται πρωτοπαθές λέμφωμα μεσοθωρακίου από Β-κύτταρα (PMBCL), όταν δεν ανταποκρίνονται στις άλλες θεραπείες ή έχουν υποτροπιάσει.
Αντίστοιχα, για το διάχυτο λέμφωμα από μεγάλα Β-κύτταρα (DLBCL) θα υπάρξει σύντομα διαθέσιμη μία νέα μορφή ανοσοθεραπείας/κυτταρικής θεραπείας: τα CAR-T κύτταρα. Η θεραπεία αυτή έχει αποδώσει εξαιρετικά υποσχόμενα αποτελέσματα για σημαντική αναλογία ασθενών σε τρεις κλινικές μελέτες.
Η στρατηγική αυτή περιλαμβάνει τη γενετική τροποποίηση ορισμένων κυττάρων (Τ-λεμφοκύτταρα) του ασθενούς, για να μπορούν να αναγνωρίζουν τα καρκινικά κύτταρα.
Προς το παρόν έχουν εγκριθεί δύο τέτοιου είδους θεραπείες, οι axicabtagene ciloleucel και tisagenlecleucel, που χορηγούνται όταν προηγηθεί τουλάχιστον δύο ανεπιτυχείς άλλες θεραπείες.
Επιπλέον, τις υποτροπές του λεμφώματος από κύτταρα του μανδύα μπορεί να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά οι παράγοντες ibrutinib και λεναλιδομίδη, που επίσης εγκρίθηκαν τα τελευταία χρόνια.
«Γενικά, την τελευταία 15ετία έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στην αντιμετώπιση των υψηλής κακοηθείας μη-Hodgkin λεμφωμάτων από Β-κύτταρα και πλέον ιάται το σχεδόν 60% των ασθενών», τονίζει ο δρ Βασιλακόπουλος. «Οι έρευνες συνεχίζονται και περιμένουμε ακόμα περισσότερες ελπιδοφόρες εξελίξεις στο εγγύς μέλλον».
Διαβάστε ακόμα
Λευχαιμία και λέμφωμα: Πόσα είδη υπάρχουν
Έχει χρόνια λευχαιμία, αλλά έγινε μητέρα
Λευχαιμία, λέμφωμα: Ποια είναι τα ύποπτα συμπτώματα
Λευχαιμία: Ποια είναι η θεραπεία για κάθε τύπο
CAR-T: Τι είναι οι «γενετικές θεραπείες» για λευχαιμία και λέμφωμα