Η σχετική δημοσίευση έγινε στην έγκριτη επιστημονική επιθεώρηση JAMA Network Open και είχε θέμα τα μακροχρόνια συμπτώματα μετά από οξεία λοίμωξη COVID-19 και τους παράγοντες που σχετίζονται με την επίλυσή τους.
Στη συγχρονική μελέτη συμμετείχαν 53.047 ασθενείς από 3 κοόρτες ενηλίκων της Γαλλίας που συμπεριλήφθηκαν σε μια πανεθνική έρευνα σχετικά με τη λοίμωξη από SARS-CoV-2. Ζητήθηκε από όλους τους συμμετέχοντες να συμπληρώσουν ερωτηματολόγια με λεπτομέρειες για τα επίμονα συμπτώματα, τη διάρκειά τους καθώς και την διάγνωση του SARS-CoV-2 με αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης (PCR).
Συνολικά έλαβαν μέρος 3.972 συμμετέχοντες (2.531 γυναίκες [63,7%· 95% διάστημα εμπιστοσύνης (CI), 62,2%-65,2%] με μέση ηλικία τα 50,9 έτη) οι οποίοι είχαν νοσήσει με SARS-CoV-2. Από αυτούς, οι 2.647 (66,6% [95% CI, 65,1%-68,1%)) ανέφεραν τουλάχιστον 1 σύμπτωμα κατά την οξεία φάση. Η διάμεση παρακολούθηση τους ήταν 243 ημέρες (διατεταρτημόριο εύρος [IQR], 166-465 ημέρες).
Μεταξύ των 2.647 θετικών ασθενών με συμπτώματα κατά την οξεία φάση, 861 άτομα (32,5% [95% CI, 30,8%-34,3%) ανέφεραν τουλάχιστον 1 επίμονο σύμπτωμα διάρκειας 2 ή περισσότερων μηνών μετά την οξεία φάση.
Τα πιο συχνά επίμονα συμπτώματα ήταν:
- δύσπνοια (163 από 614 [26,5%; 95% CI, 23,1%-30,3%)]
- αρθραλγία (111 από 413 [26,9%; 95% CI, 22,7%-31,5%])
- ανοσμία ή αγευσία (264 από 978 [27,0%; 95% CI, 24,3%-29,9%)]
- κόπωση/καταβολή (378 από 1.832 [20,6%; 95% CI, 18,8%-22,6%))
- διαταραχές προσοχής ή συγκέντρωσης (84 από 376 [22,3%· 95% CI, 18,3%-27,0%])
- απώλεια μνήμης (70 από 175 [40,0%; 95% CI, 32,8%-47,7%)]
- διαταραχές ύπνου (154 από 421 [36,6%; 95% CI, 32,0%-41,4%])
Το εκτιμώμενο ποσοστό των συμμετεχόντων με συμπτώματα κατά την οξεία φάση που είχαν τουλάχιστον 1 επίμονο σύμπτωμα ήταν 18,4% (95% CI, 16,5%-19,5%) στους 6 μήνες, 10,1% (95% CI, 9,1%-11,3%) στους 12 μήνες και 7,8% (95% CI, 6,9%-8,7%) στους 18 μήνες.
Ασθενείς με μεγαλύτερη ηλικία (> 60 ετών, προσαρμοσμένη αναλογία κινδύνου [aHR], 0,79, 95% CI, 0,67-0,92, P = 0,003), γυναικείο φύλο (aHR, 0,67, 95% CI, 0,61-0,75, P < 0,001), ιστορικό κακοήθειας (aHR, 0,68; 95% CI, 0,52-0,90; P = 0,007), υψηλό δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ ≥ 30: aHR, 0,82; 95% CI, 0,68-0,97; P = 0,03) και μεγάλο αριθμό συμπτωμάτων κατά την οξεία φάση (> 4, aHR, 0,45, 95% CI, 0,41-0,50, P < 0,001) συσχετίστηκαν με βραδύτερη υποχώρηση των συμπτωμάτων.
Ο Olivier Robineau, ιατρός στο Institut Pierre-Louis d’Epidémiologie et de Santé Publique στο Παρίσι, αναφέρει ότι το γυναικείο φύλο συσχετίστηκε με βραδύτερη επίλυση της ανοσμίας ή της αγευσίας, ενώ τα:
- μεγαλύτερη ηλικία
- γυναικείο φύλο
- ιστορικό άγχους ή κατάθλιψης
- ιστορικό καρκίνου
- ιστορικό διαβήτη
- κατανάλωση καπνού
- υψηλός ΔΜΣ και
- υψηλός αριθμός οξέων συμπτωμάτων
συσχετίστηκαν με βραδύτερη επίλυση της καταβολής ενώ η βραδύτερη επίλυση των διαταραχών προσοχής ή συγκέντρωσης συσχετίστηκε μόνο με τη μεγαλύτερη ηλικία.
Συμπερασματικά, τα ευρήματα της συγκεκριμένης μελέτης υποδηλώνουν την ανάγκη βέλτιστης διαχείρισης των συννοσηροτήτων σε άτομα με μακροχρόνια COVID-19 λοίμωξη για την ταχύτερη μείωση της διάρκειας των συμπτωμάτων τους.
Από το ΑΠΕ-ΜΠΕ
φωτό: iStock