Μη-Hodgkin λέμφωμα: Πόσο συχνό είναι και ποια είναι η πρόγνωση

  • Ρούλα Τσουλέα
λέμφωμα
Πόσοι Έλληνες υπολογίζεται ότι μαθαίνουν ετησίως πως πάσχουν από τη νόσο. Από ποιους παράγοντες εξαρτάται η πρόγνωσή τους.

Το μη-Hodgkin λέμφωμα είναι η συχνότερη αιματολογική κακοήθεια των ενηλίκων. Υπολογίζεται ότι κάθε άνδρας έχει μία στις 42 πιθανότητες να το εκδηλώσει κάποια στιγμή στη ζωή του και κάθε γυναίκα μία στις 52. Ωστόσο σε μεγάλο βαθμό είναι ιάσιμο και έτσι οι πιθανότητες θανάτου είναι πολύ λιγότερες.

Η Διεθνής Υπηρεσία Έρευνας του Καρκίνου (IARC) που υπάγεται στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας εκτιμά ότι ετησίως διαγιγνώσκονται περισσότερα από 544.000 μη-Hodgkin λεμφώματα σε όλο τον κόσμο. Καταγράφονται επίσης σχεδόν 260.000 θάνατοι.

Για τη χώρα μας ακριβή δεδομένα δεν υπάρχουν, διότι δεν τηρείται Μητρώο Ασθενών με Καρκίνο. Εν τούτοις, το IARC υπολογίζει ότι έχουμε ετησίως περισσότερα από 1.550 νέα περιστατικά. Οι δε θάνατοι ανέρχονται σε περίπου 600 τον χρόνο. Αυτό σημαίνει ότι στη χώρα μας, το μη-Hodgkin λέμφωμα κατέχει την 12η θέση μεταξύ όλων των μορφών καρκίνου σε συχνότητα.

Η νόσος μπορεί να διαγνωσθεί σε κάθε ηλικία, ακόμα και σε παιδιά και σε εφήβους. Εν τούτοις, ο κίνδυνος αναπτύξεως μη-Hodgkin λεμφώματος αυξάνεται με την ηλικία. Περισσότεροι από τους μισούς πάσχοντες είναι άνω των 65 των όταν διαγιγνώσκονται.

Από τι εξαρτάται η πρόγνωση

Όπως εξηγεί η αιματολόγος δρ Άννα Χριστοφορίδου, διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης, μετεκπαιδευθείσα στο MD Anderson Cancer Center, στο Τέξας, συνολικώς το περίπου 65% των ασθενών με μη-Hodgkin λέμφωμα επιβιώνουν επί τουλάχιστον 5 έτη από την διάγνωση. Το 55% των ασθενών, δε, ξεπερνούν και την 10ετή επιβίωση. Η πενταετής επιβίωση στην Ογκολογία είναι ένα ορόσημο που σηματοδοτεί την ίαση.

«Τα προαναφερθέντα ποσοστά είναι απλώς μία στατιστική εκτίμηση», τονίζει. «Επ’ ουδενί λόγω προβλέπουν πόσο θα ζήσει ένας συγκεκριμένος ασθενής. Ακόμα και το ίδιο ακριβώς είδος λεμφώματος παρουσιάζει βιολογική ετερογένεια. Μεγάλη σημασία έχει και η γενική υγεία του ασθενούς».

Στην πραγματικότητα, πολλοί παράγοντες επηρεάζουν την πρόγνωση, η οποία πρακτικά είναι η επιβίωση των ασθενών. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται οι εξής:

  • Ο τύπος του λεμφώματος. Ο πιο συχνός τύπος μη-Hodgkin λεμφώματος, λ.χ., είναι τα υψηλής κακοήθειας Β λεμφώματα. Αυτά έχουν πενταετή επιβίωση 72% έως 55%, αναλόγως με το στάδιο.
  • Το στάδιο του λεμφώματος. Όπως ισχύει με όλες τις κακοήθεις νεοπλασίες, όσο πιο πρώιμο είναι το μη-Hodgkin λέμφωμα, τόσο το καλύτερο.
  • Η ηλικία. Τα αποτελέσματα είναι καλύτερα στους νεότερους ασθενείς (κάτω των 60 ετών)
  • Η έκταση της νόσου. Καλύτερη πρόγνωση έχουν τα λεμφώματα που δεν επεκτείνονται εκτός των λεμφαδένων ή έχουν περιορισμένη εντόπιση σε μία μόνο περιοχή εκτός λεμφαδένων
  • Η γενικότερη κατάσταση της υγείας
  • Τα επίπεδα της γαλακτικής αφυδρογονάσης (LDH) του ορού. Η LDH είναι ένα ένζυμο, τα επίπεδα του οποίου έχουν προγνωστική αξία για το μη-Hodgkin λέμφωμα. Στην πραγματικότητα, η νόσος έχει καλύτερη πρόγνωση όταν είναι φυσιολογικά, εξηγεί η κυρία Χριστοφορίδου.

Τα ογκογονίδια και η εντόπιση

Ρόλο παίζουν και ορισμένα χαρακτηριστικά των κυττάρων του λεμφώματος, συνεχίζει η ειδικός. «Η βιοψία δίνει πληροφορίες, λ.χ., για τον ρυθμό πολλαπλασιασμού των παθολογικών κυττάρων, καθώς και για την έκφραση ορισμένων ογκογονιδίων», αναφέρει. «Για παράδειγμα, υπάρχουν λεμφώματα με επαναλαμβανόμενες μεταλλάξεις, που ενεργοποιούν πολλαπλά ογκογονίδια. Είναι τα επονομαζόμενα double hit λεμφώματα, τα οποία θεωρούνται κακής πρόγνωσης».

Ωστόσο σημαντική είναι και η εντόπιση του λεμφώματος, δηλαδή το τμήμα του σώματος όπου έχει αναπτυχθεί. Ορισμένα μη-Hodgkin λεμφώματα, όπως αυτά του νεφρού, έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να εξαπλωθούν στο κεντρικό νευρικό σύστημα (εγκέφαλος και νωτιαίος μυελός). Επομένως, είναι πιο δύσκολα στην αντιμετώπισή τους.

Φωτογραφία: iStock