Υπολογίζεται πως ένας στους πέντε σε κάποια φάση της ζωής του θα εκδηλώσει κάποιο επεισόδιο κνίδωσης.
Ο όρος κνίδωση προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «κνίδη» που σημαίνει τσουκνίδα, ακριβώς επειδή η επαφή της τσουκνίδας με το δέρμα προκαλεί ερεθισμό, με κνησμό (φαγούρα) και ερυθρότητα, όπως συμβαίνει και στην κνίδωση.
Η κνίδωση χαρακτηρίζεται από έντονο κνησμό (φαγούρα) και από την εμφάνιση ενός χαρακτηριστικού εξανθήματος που επιστημονικά ονομάζεται πομφός ή όπως είναι γνωστές σε όλους «πετάλες» ή «καντήλες»
Οι πομφοί έχουν χαρακτηριστική εμφάνιση ως υπεγερμένες (δηλαδή φουσκωμένες), κυκλικές ή με ακανόνιστο σχήμα (σαν γεωγραφικός χάρτης) περιοχές του δέρματος, που περιβάλλονται από ερυθρότητα, εξαφανίζονται όταν ασκηθεί πίεση στο δέρμα και έχουν χαρακτήρα μεταναστευτικό, δηλαδή διαρκούν λίγες ώρες και μετά εξαφανίζονται για να εμφανιστούν εκ νέου σε γειτονικές περιοχές του δέρματος.
Σύμφωνα με τον κ. Φώτη Ψαρρό, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ελληνικής Εταιρείας Αλλεργιολογίας και Κλινικής Ανοσολογίας και Διευθυντή του Αλλεργιολογικού Τμήματος στο Ναυτικό Νοσοκομείο Αθηνών, «Η Κνίδωση είναι μια από τις πιο συχνές σοβαρές δερματικές νόσους, η οποία χαρακτηρίζεται από βλάβες στο δέρμα, όπως είναι οι πομφοί ή και το αγγειοοίδημα και συχνά συνοδεύεται από ερυθρότητα και κνησμό. Αν και περίπου οι μισοί ασθενείς με Χρόνια Αυθόρμητη Κνίδωση επιτυγχάνουν ικανοποιητικά αποτελέσματα με τις καθιερωμένες θεραπείες, οι υπόλοιποι αναζητούν λύση σε νεότερες πιο εξελιγμένες θεραπείες»
Αρκετές φορές τονίζει οκ.Ψαρρός η κνίδωση συνυπάρχει και με μια άλλη αλλοίωση του δέρματος που ονομάζεται αγγειοοίδημα. Το αγγειοοίδημα είναι το οίδημα (δηλαδή το πρήξιμο) που εμφανίζεται στα πιο μαλακά σημεία του δέρματος, όπως τα βλέφαρα, τα χείλη και γενικά το πρόσωπο, τα γεννητικά όργανα, αλλά και τα δάχτυλα χεριών και ποδιών.
Από όλους τους ασθενείς που θα εμφανίσουν την πάθηση κνίδωση- αγγειοοίδημα, ποσοστό 50% θα εμφανίσει αποκλειστικά κνίδωση, ποσοστό 40% θα έχει συνδυασμό κνίδωσης με αγγειοοίδημα, ενώ 10% των ασθενών θα εμφανίσουν μόνο αγγειοοίδημα, χωρίς κνίδωση.
Η κνίδωση, με βάση αυθαίρετο όριο που έχουν θέσει οι επιστήμονες, χωρίζεται σε οξεία κνίδωση, όταν διαρκεί λιγότερο από 6 εβδομάδες και σε χρόνια κνίδωση, όταν υπάρχει καθημερινή ή σχεδόν καθημερινή έκθυση (εμφάνιση) νέων εξανθημάτων, για χρόνο μεγαλύτερο των 6 εβδομάδων. Στους περισσότερους ασθενείς η κνίδωση θα έχει οξεία μορφή. Ωστόσο, περίπου ένας στους δέκα ασθενείς με οξεία κνίδωσηθα συνεχίσει να έχει πομφούς για περισσότερο από 6 εβδομάδες, οπότε και λέμε ότι η πάθηση είναι χρόνια.
Επίσης, εκτός από το διαχωρισμό με βάση τη χρονική διάρκεια, οι κνιδώσεις χωρίζονται και ανάλογα με το αίτιο που τις προκαλεί. Ανάμεσα στα διάφορα αίτια κνίδωσης, ειδική θέση έχουν οι κνιδώσεις που προκαλούνται από την επίδραση κάποιας φυσικής αιτίας, όπως είναι τα μηχανικά ερεθίσματα, τα θερμικά ερεθίσματα και η υπεριώδης ακτινοβολία του ήλιου.