Ένας στους πέντε ενήλικες έχει μισοφωνία, μία διαταραχή που χαρακτηρίζεται από δυσανάλογη συναισθηματική αντίδραση σε καθημερινούς ήχους, αναφέρουν βρετανοί επιστήμονες.
Η μισοφωνία ανήκει στις διαταραχές ευαισθησίας στους ήχους. Σχετίζεται με το περιεχόμενο της ακουστικής πληροφορίας και όχι με την ένταση ή την συχνότητά της. Η συνέπειά της είναι να αντιδρούν οι πάσχοντες έντονα όταν ακούν ήχους όπως η μάσηση της τροφής, το ρουθούνισμα ή ακόμα και η αναπνοή των άλλων.
Μερικοί από τους ασθενείς αντιδρούν με αηδία όταν ακούνε αυτούς τους ήχους. Άλλοι εξαγριώνονται. Κάποιοι αναφέρουν πως αναπτύσσουν ακόμα και συμπτώματα πανικού.
Οι πάσχοντες από μισοφωνία συχνά εκδηλώνουν και την εγγενή αντίδραση «πάλεψε ή φύγε» του οργανισμού. Κατ’ αυτήν, επιταχύνεται ο καρδιακός παλμός και η αναπνοή, καθώς ο οργανισμός ετοιμάζεται είτε να παλέψει εναντίον μίας εκλαμβανόμενης απειλής, είτε να τρέξει για να την αποφύγει.
Εκτός από τη μάσηση της τροφής, το ρουθούνισμα και την αναπνοή, άλλοι ήχοι που μπορεί να προκαλέσουν μισοφωνία είναι:
- Το χασμουρητό
- Το χτύπημα των δακτύλων σε μία επιφάνεια
- Η θορυβώδης κατανάλωση υγρών (π.χ. ρούφηγμα)
Ωστόσο, η νέα μελέτη υποδηλώνει πως υπάρχουν και άλλοι.
Αισθήματα απελπισίας και παγίδευσης
«Η μισοφωνία είναι πολλά περισσότερα από μία απλή ενόχληση», λέει η επικεφαλής ερευνήτρια Dr. Jane Gregory, κλινική ψυχολόγος στο Τμήμα Ερευνητικής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. «Μπορεί να προκαλέσει αισθήματα απελπισίας στους πάσχοντες. Όταν, εξ άλλου, δεν μπορούν να αποφύγουν τον δυσάρεστο ήχο, αισθάνονται και παγιδευμένοι».
Οι πάσχοντες συχνά αισθάνονται άσχημα για τον εαυτό τους, προσθέτει. Αυτό είναι συχνότερο όταν αντιδρούν έντονα σε ήχους από αγαπημένα τους πρόσωπα.
Το τι ακριβώς προκαλεί τη διαταραχή δεν είναι γνωστό, αλλά πιστεύεται πως εμπλέκονται μηχανισμοί του εγκεφάλου, επισημαίνει.
Για να εξακριβώσουν πόσο συχνή είναι η μισοφωνία, η Dr. Gregory και οι συνεργάτες της διεξήγαγαν έρευνα σε 772 εθελοντές. Η μέση ηλικία τους ήταν τα 46 έτη (κυμαινόταν από 19 έως 83 ετών).
Τα ευρήματα
Οι ερευνητές δημοσιεύουν τα ευρήματά τους στην επιστημονική επιθεώρηση PloS One. Όπως αναφέρουν, μόνο το 13,6% των ερωτηθέντων γνώριζε τον όρο μισοφωνία και την σημασία του. Επιπλέον, μόνο το 2,3% των εθελοντών δήλωσαν πως πάσχουν από τη διαταραχή.
Οι ερευνητές ζήτησαν από τους εθελοντές τους να συμπληρώσουν ειδικό ερωτηματολόγιο, βάσει του οποίου κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το 18,4% των ερωτηθέντων είχαν μισοφωνία. Το ποσοστό αυτό δεν παρουσίαζε διαφορά μεταξύ των φύλων. Όσον αφορά τη σοβαρότητα της διαταραχής, αυτή έτεινε να μειώνεται κατ’ αναλογίαν με την ηλικία.
Αρνητικά συναισθήματα δημιουργούσαν πιο συχνά:
- Η δυνατή μάσηση
- Το ροχαλητό
- Η δυνατή αναπνοή
- Το ρούφηγμα
Ωστόσο ενδεικτικές για πιο σοβαρή μισοφωνία ήταν οι έντονες αντιδράσεις:
- Στην φυσιολογική αναπνοή
- Στα βήματα
- Στην κατάποση
Η πιο συχνή αντίδραση ήταν ο εκνευρισμός. Αρκετοί πάσχοντες όμως ανέφεραν και θυμό και πανικό.
Φωτογραφία: iStock