Μόνο μέσα στον τελευταίο μήνα, ο αμερικανικός οργανισμός φαρμάκων, το FDA, ενέκρινε τέσσερα νέα φάρμακα για δύο διαφορετικές μορφές λευχαιμίας, ενώ τον περασμένο Απρίλιο είχε εγκριθεί ακόμα ένα – και αυτές είναι απλώς οι νεότερες σε μια μακρά λίστα εξελίξεων, που αλλάζουν ριζικά τα δεδομένα στην αντιμετώπιση της νόσου.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι πέρυσι δημοσιεύθηκε στο κορυφαίο επιστημονικό περιοδικό Annals of Oncology ανάλυση που έδειξε ότι η θνητότητα από λευχαιμία μειώνεται στην Ευρώπη σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, με τα παιδιά, τους εφήβους και τους νεαρούς ενήλικες να έχουν σήμερα περισσότερες πιθανότητες από ποτέ να νικήσουν τη νόσο.
Μάλιστα υπάρχουν πλέον μορφές λευχαιμίας, όπως η οξεία λεμφοβλαστική, στις οποίες περισσότερο από το 90% των ασθενών ξεπερνούν το ορόσημο των 5 ετών από τη διάγνωση, το οποίο σηματοδοτεί την ίαση.
«Δεν υπάρχει αμφιβολία πως την τελευταία πενταετία έχουν γίνει άλματα προόδου, που μας φέρνουν πιο κοντά στη νίκη κατά της λευχαιμίας, αν και υπάρχουν ακόμα πολλά που πρέπει να γίνουν», λέει στο Iatropedia η αιματολόγος Μαρία Παγώνη, διευθύντρια στην Αιματολογική Κλινική – Μονάδα Μεταμόσχευσης Μυελού των Οστών του Νοσοκομείου Ευαγγελισμός. «Το θεραπευτικό οπλοστάσιο εναντίον όλων των μορφών της έχει εμπλουτιστεί εντυπωσιακά τα τελευταία χρόνια, έπειτα από πολλά χρόνια στασιμότητας στην ανάπτυξη νέων θεραπειών, και σήμερα μπορούμε να φροντίζουμε καλύτερα παρά ποτέ τους ασθενείς μας».
Η οξεία μυελογενής
Ας πάρουμε ως παράδειγμα την οξεία μυελογενή λευχαιμία (ΟΜΛ). «Για την αντιμετώπισή της υπήρχαν από τη δεκαετία του ’70 και για σχεδόν τέσσερις δεκαετίες πρακτικά δύο βασικά φάρμακα: η αρασυτίνη, που είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της θεραπείας και οι ανθρακυκλίνες, που είναι μία κατηγορία φαρμάκων με 4-5 διαφορετικά σκευάσματα», εξηγεί η κυρία Παγώνη. «Τα τελευταία χρόνια, όμως, έγινε έκρηξη στην ανακάλυψη νέων παραγόντων, κυρίως στοχευμένων θεραπειών, και αυτό ήρθε σαν αποτέλεσμα της ολοένα αυξανόμενης γνώσης που είχαμε για την μοριακή παθογένεια της νόσου».
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η ιατρική έρευνα αποκάλυψε μοριακές βλάβες και βιολογικά μονοπάτια που ευθύνονται για την ανάπτυξή της και δημιουργούνται μόρια που στοχεύουν μία-μία τις βλάβες, ώστε να καταπολεμήσουν τα λευχαιμικά κύτταρα. Αυτή είναι, για παράδειγμα, η περίπτωση των μορίων midοstaurin, enasidenib και gemtuzumab ozogamicin που εγκρίθηκαν τον Απρίλιο, τον Αύγουστο και στις αρχές Σεπτεμβρίου αντίστοιχα από το FDA.
«Το μέλλον της θεραπείας για την ΟΜΛ φαίνεται πως βρίσκεται είτε στον συνδυασμό διαφόρων στοχευμένων θεραπειών μεταξύ τους είτε στον συνδυασμό στοχευμένων θεραπειών με χημειοθεραπεία», εκτιμά η κυρία Παγώνη.
Η πρώτη «γενετική θεραπεία»
Και μετά είναι η οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία (ΟΛΛ), η οποία είναι η πιο συχνή στην παιδική ηλικία (με κορύφωση στις ηλικίες 2-5 ετών), καθώς και στους ηλικιωμένους.
Για έναν τύπο της, την οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία από Β λεμφοκύτταρα (Β-ΟΛΛ), υπήρξε τον τελευταίο μήνα η έγκριση δύο νέων θεραπειών, η μία εκ των οποίων παρουσιάσθηκε διεθνώς ως «η πρώτη γενετική θεραπεία για τη λευχαιμία».
Η θεραπεία αυτή (λέγεται tisagenlecleucel) δεν είναι ακριβώς φάρμακο, αλλά η λήψη από τον ασθενή ορισμένων κυττάρων του ανοσοποιητικού (Τ-λεμφοκύτταρα) που αποστέλλονται σε ειδικό εργαστήριο για να τροποποιηθούν γενετικά.
Με την τροποποίηση αυτή τα κύτταρα του ασθενούς μετατρέπονται σε «ζωντανό φάρμακο» το οποίο, όταν τοποθετηθεί πίσω στον οργανισμό του με απλή έγχυση, αναγνωρίζει και επιτίθεται στα λευχαιμικά κύτταρα.
Η μέθοδος αποτελεί τμήμα του αναπτυσσόμενου τομέα της ανοσοθεραπείας, η οποία αξιοποιεί τις δυνατότητες του ανοσοποιητικού συστήματος για να θέσει τον καρκίνο σε μακρά ύφεση ή ακόμα και να τον θεραπεύσει ριζικά.
«Το tisagenlecleucel εγκρίθηκε για παιδιά και νεαρούς ενήλικες (έως 25 ετών) με επιθετική νόσο, δηλαδή με ανθεκτική ή υποτροπιάζουσα Β-ΟΛΛ», εξηγεί ο αιματολόγος Ιωάννης Τσώνης, από την Αιματολογική Κλινική – Μονάδα Μεταμόσχευσης Μυελού των Οστών του Νοσοκομείου Ευαγγελισμός. «Η νέα θεραπεία δίνει στους ασθενείς χρόνο με καλή ποιότητα ζωής, ώστε να μπορέσει να γίνει μεταμόσχευση μυελού των οστών, είναι δηλαδή μία “θεραπεία διάσωσης” ή αλλιώς η “γέφυρα” που χρειάζονται για να κάνουν τη μεταμόσχευση. Και αυτό, διότι η μεταμόσχευση προϋποθέτει όχι μόνο την εξεύρεση ενός δότη, αλλά και να είναι η λευχαιμία σε ύφεση και ο ασθενής σε καλή κατάσταση».
Η δεύτερη θεραπεία που εγκρίθηκε στις ΗΠΑ και λίγους μήνες νωρίτερα στην Ευρώπη από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (ΕΜΑ), είναι το φάρμακο inotuzumab ozogamicin, το οποίο είναι μία νέα στοχευμένη θεραπεία που επίσης προορίζεται για ασθενείς με ανθεκτική ή υποτροπιάζουσα οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία από Β λεμφοκύτταρα.
Επιλεγμένα περιστατικά
Αν και οι εξελίξεις αυτές είναι ιδιαίτερα ελπιδοφόρες, οι ειδικοί εφιστούν την προσοχή διότι κανένα φάρμακο δεν στερείται ανεπιθύμητων ενεργειών ούτε υποχρεωτικά είναι κατάλληλες όλες οι θεραπείες για όλους τους ασθενείς.
«Το πρόβλημα με πολλές μορφές λευχαιμίας είναι πως υπάρχουν τόσο πολλές βλάβες σε μοριακό επίπεδο και διαπλέκονται τόσο πολύ τα βιολογικά μονοπάτια που ευθύνονται γι’ αυτές, ώστε είναι δύσκολο να βρεθεί μια συγκεκριμένη θεραπεία που θα είναι κατάλληλη για όλους τους ασθενείς», εξηγεί η κυρία Παγώνη.
Επιπλέον, κάθε θεραπεία έχει και τις δυνητικές ανεπιθύμητες ενέργειές της. Στην περίπτωση του tisagenlecleucel για την Β-ΟΛΛ, λ.χ., ένα από τα μειονεκτήματα είναι ότι «μπορεί να προκληθεί το λεγόμενο σύνδρομο κυτταροκινών, το οποίο έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με οξείες, βαριές καταστάσεις όπως η σήψη», λέει ο κ. Τσώνης. «Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η θεραπεία δεν μπορεί να εφαρμοσθεί αδιακρίτως στους ασθενείς, καθώς και ότι η εφαρμογή της πρέπει να γίνεται σε νοσοκομεία με επαρκή κάλυψη σε κλίνες εντατικής θεραπείας, διότι κάποιοι ασθενείς μπορεί να χρειασθούν νοσηλεία σε ΜΕΘ για λίγες μέρες. Επιπλέον, το νοσοκομείο πρέπει να διαθέτει απόθεμα σε ένα συγκεκριμένο φάρμακο (λέγεται tocilizumab) που θα χρειασθούν αυτοί οι ασθενείς αν εκδηλώσουν το σύνδρομο».
Μεγάλο πρόβλημα συνιστά και το κόστος των νέων φαρμάκων το οποίο είναι συχνά πολύ υψηλό και μπορεί να θέσει σε δοκιμασία τις αντοχές των ασθενών και των ασφαλιστικών ταμείων τους. Ωστόσο γίνεται προσπάθεια να αντιμετωπιστεί, με τις φαρμακευτικές εταιρείες να αναλαμβάνουν σε πολλές περιπτώσεις την οικονομική ενίσχυση ανασφάλιστων ή μερικώς ασφαλισμένων ασθενών.
Τι είναι η λευχαιμία
Η λευχαιμία είναι ένας καρκίνος του αίματος, που χαρακτηρίζεται από ανεξέλεγκτο πολλαπλασιασμό ορισμένων κυττάρων που παράγονται στο μυελό των οστών.
Ανάλογα με τον τύπο των παθολογικών κυττάρων διακρίνεται σε μυελογενή και λεμφογενή και ανάλογα με το αν είναι ραγδαία εξελισσόμενη ή έχει πιο αργή πορεία στο χρόνο διακρίνεται σε οξεία και χρόνια. Επομένως, υπάρχουν τέσσερις βασικές μορφές:
* Η οξεία μυελογενής λευχαιμία
* Η χρόνια μυελογενής λευχαιμία
* Η οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία
* Η χρόνια λεμφογενής (λεμφοκυτταρική) λευχαιμία.
Οι οξείες λευχαιμίες έχουν και υποτύπους, ανάλογα με το είδος των κυττάρων που αφορούν και άλλα χαρακτηριστικά.
Ο ακρογωνιαίος λίθος της θεραπείας είναι η χημειοθεραπεία και η μεταμόσχευση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων (μυελού των οστών), αλλά οι στοχευμένες θεραπείες και οι ανοσοθεραπείες προσφέρουν τα τελευταία χρόνια λύσεις για τις πιο δύσκολες και ανθεκτικές περιπτώσεις και πιθανόν να αποτελέσουν τις θεραπείες του μέλλοντος.
Υπολογίζεται ότι στη χώρα μας καταγράφονται ετησίως τουλάχιστον 1.400 νέες περιπτώσεις λευχαιμίας.
ΡΕΠΟΡΤΑΖ: Ρούλα Τσουλέα