Όπως έγραψαν στο περιοδικό Ophthalmology, η έρευνα έγινε σε 1.800 άτομα από 20 οφθαλμολογικά κέντρα των ΗΠΑ που χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες:
* Την ομάδα ελέγχου, στην οποία συμπεριλήφθησαν τα άτομα που φορούσαν φακούς επαφής και δεν έκαναν επέμβαση LASIK (694 άτομα ή 39% του συνόλου)
* Τους χρήστες φακών επαφής που υποβλήθηκαν σε LASIK (819 άτομα ή 45% του συνόλου)
* Τους χρήστες διορθωτικών γυαλιών που έκαναν LASIK (287 άτομα ή 16% του συνόλου).
Στην αρχή της έρευνας, καθώς και μία φορά το χρόνο και επί τρία χρόνια στη συνέχεια, όλοι οι συμμετέχοντες συμπλήρωναν ειδικό ερωτηματολόγιο που αφορούσε την ικανοποίησή τους από την όρασή τους.
Οι περισσότεροι χρήστες των φακών επαφής τούς φορούσαν με επιτυχία επί πέντε ή περισσότερα χρόνια. Το ποσοστό των χρηστών που ανέφεραν ικανοποίηση από την όρασή τους μειώθηκε από 63% στην έναρξη της έρευνας στο 54% έπειτα από 3 χρόνια.
Ωστόσο στην ομάδα του LASIK, το 88% των πρώην χρηστών φακών επαφής που και το 77% των πρώην χρηστών γυαλιών εξακολουθούσαν να είναι πολύ ικανοποιημένοι από την όρασή τους 3 χρόνια μετά την επέμβαση, με τα ποσοστά αυτά να είναι σχεδόν σταθερά από τον 1ο χρόνο μετά το λέιζερ.
Οι ασθενείς που είχαν ηλικία κάτω από 40 ετών όταν έκαναν το LASIK είχαν κάπως περισσότερες πιθανότητες να νιώθουν πολύ μεγάλη ικανοποίηση από την όρασή τους.
Η ικανοποίηση των ασθενών από το LASIK πήγαζε από βελτιώσεις όπως η σημαντική μείωση των δυσκολιών και των οπτικών διαταραχών που αντιμετώπιζαν οι ασθενείς όταν οδηγούσαν τη νύχτα φορώντας τους φακούς ή τα γυαλιά τους, αλλά και στον περιορισμό προβλημάτων όπως οι μολύνσεις, οι πληγές (έλκη) και οι εκδορές στα μάτια εξαιτίας των φακών επαφής.
Μάλιστα από τους χρήστες φακών επαφής που έκαναν LASIK το ποσοστό όσων αντιμετώπιζαν δυσκολίες με την οδήγηση το βράδυ μειώθηκε από 58% σε 40% μετά το LASIK και εκείνο όσων έβλεπαν τη νύχτα «φωτοστέφανα» γύρω από τα λαμπερά φώτα στο δρόμο από 51% σε 40%.
Επιπρόσθετα, κάθε χρόνο το ποσοστό των ατόμων που εξακολουθούσαν να φορούν φακούς επαφής και ανέφεραν επιπλοκές στα μάτια όπως οι μολύνσεις και τα έλκη, ήταν διπλάσιο από εκείνο στην ομάδα των εθελοντών που είχαν κάνει LASIK.
Τα ευρήματα αυτά από την μεγαλύτερη πολυκεντρική μελέτη που έχει ποτέ πραγματοποιηθεί με το συγκεκριμένο θέμα, σημαίνουν ότι από τις διαθέσιμες μεθόδους διόρθωσης των διαθλαστικών προβλημάτων της όρασης (μυωπία, υπερμετρωπία, η/και αστιγματισμός, το LASIK έχει τα καλύτερα αποτελέσματα και επίσης μπορεί να βελτιώσει σημαντικά τη νυχτερινή όραση, συγκριτικά με τους φακούς επαφής ή τα γυαλιά, σχολιάζει ένας διεθνούς κύρους Έλληνας χειρουργός-οφθαλμίατρος.
«Τα ευρήματα αυτά είναι συναρπαστικά γιατί αποδεικνύουν στις πραγματικές, καθημερινές συνθήκες ζωής, και όχι μόνο στο πλαίσιο μιας καλοσχεδιασμένης μελέτης στο εργαστήριο, πόσο πολύ μπορεί να βελτιώσουν οι σύγχρονες, προηγμένες τεχνικές διαθλαστικής χειρουργικής με λέιζερ και συγκεκριμένα το LASIK την ποιότητα ζωής των ασθενών» δήλωσε ο Δρ. Αναστάσιος-Ι. Κανελλόπουλος, καθηγητής Οφθαλμολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, επιστημονικός διευθυντής του Οφθαλμολογικού Ινστιτούτου LaserVision στην Αθήνα και πρόεδρος της Διεθνούς Εταιρείας Διαθλαστικής Χειρουργικής (ISRS), Αμερικανική Οφθαλμολογική Ακαδημία.
«Η έρευνα έδειξε ότι οι ασθενείς που κάνουν επέμβαση με το σύγχρονης τεχνολογίας LASIK έχουν υψηλότερα επίπεδα ικανοποίησης ύστερα από 1, 2 και ακόμη και 3 χρόνια συγκριτικά με όσους συνεχίζουν να φορούν διορθωτικούς φακούς επαφής. Είναι η πρώτη φορά που γίνεται αυτού του είδους η συγκριτική έρευνα, που είναι πολύ σημαντική για τους χρήστες φακών επαφής».
Η έρευνα έδειξε ακόμα ότι πριν από την επέμβαση με LASIK, οι γιατροί πρέπει να ρωτούν τους ασθενείς αν έχουν ιστορικό δυσανεξίας στους φακούς επαφής. Το 74% των συμμετεχόντων στη μελέτη που φορούσαν γυαλιά ανέφεραν ότι είχαν προσπαθήσει στο παρελθόν να βάλουν φακούς επαφής, αλλά εκδήλωσαν δυσανεξία και αναγκάστηκαν να τους εγκαταλείψουν. Αυτό υποδηλώνει ότι ίσως έχουν ευπάθεια στην ξηρότητα των ματιών και επομένως ο/η οφθαλμίατρος πρέπει να είναι ενήμερος/η.