Το sarilumab είναι δυνατό να χορηγηθεί ως μονοθεραπεία σε περίπτωση μη ανοχής στη μεθοτρεξάτη (MTX) ή εφόσον δεν ενδείκνυται θεραπεία με μεθοτρεξάτη.
Το sarilumab είναι ένα ανθρώπινο μονοκλωνικό αντίσωμα που συνδέεται με τον υποδοχέα της ιντερλευκίνης-6 (IL-6R) και αναστέλλει την προφλεγμονώδη σηματοδότηση που μεσολαβείται από την ιντερλευκίνη-6 (IL-6). Αυξημένα επίπεδα ιντερλευκίνης-6 (IL-6) εντοπίζονται στο αρθρικό υγρό ασθενών που πάσχουν από ρευματοειδή αρθρίτιδα και παίζουν σημαντικό ρόλο τόσο στην παθολογική φλεγμονή όσο και στην καταστροφή των αρθρώσεων, που αποτελούν κύρια χαρακτηριστικά της ρευματοειδούς αρθρίτιδας.
«Η ρευματοειδής αρθρίτιδα είναι μία ισόβια νόσος που είναι δύσκολο να θεραπευθεί και πολλοί πάροχοι υπηρεσιών υγείας βρίσκονται αντιμέτωποι με την πρόκληση να ανακαλύψουν μία θεραπεία που να είναι αποτελεσματική για τους ασθενείς τους,» δήλωσε ο Elias Zerhouni, M.D., President, Global R&D της Sanofi. «Το sarilumab δρα διαφορετικά σε σχέση με κάποιους από τους υπόλοιπους ευρύτερα χρησιμοποιούμενους βιολογικούς παράγοντες, και η έγκρισή του είναι θετική εξέλιξη για την πληθώρα των ασθενών με υψηλή ανεκπλήρωτη ιατρική ανάγκη.»
Μόνο στην Ευρώπη, περίπου 2,9 εκατομμύρια άνθρωποι πάσχουν από ρευματοειδή αρθρίτιδα. Στη ρευματοειδή αρθρίτιδα, το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται στους ιστούς των αρθρώσεων, προκαλώντας φλεγμονή, πόνο, οίδημα, δυσκαμψία, κόπωση και τελικά βλάβη των αρθρώσεων και αναπηρία. Η ρευματοειδής αρθρίτιδα παρατηρείται πιο συχνά σε άτομα ηλικίας 35-50 ετών.
«Είμαστε πολύ χαρούμενοι που προσφέρουμε το sarilumab στους Ευρωπαίους ασθενείς οι οποίοι ενδέχεται να μην παρουσιάζουν ανταπόκριση σε ευρύτερα χρησιμοποιούμενους βιολογικούς παράγοντες, όπως οι αναστολείς TNF, ή οι οποίοι μπορεί να αναζητούν μία αποτελεσματική μονοθεραπεία για να πετύχουν τους θεραπευτικούς στόχους τους,» δήλωσε ο George D. Yancopoulos, M.D., Ph.D., Founding Scientist, President, και Chief Scientific Officer της Regeneron. «Αυτή η έγκριση κατέστη εφικτή χάρη στη σκληρή δουλειά των πρωτοπόρων επιστημόνων μας, καθώς και των χιλιάδων αφοσιωμένων ερευνητών και ασθενών ανά τον κόσμο που συμμετείχαν στο πρόγραμμα κλινικών μελετών SARIL-RA.»
Η έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής βασίζεται στην υιοθέτηση θετικής γνωμοδότησης από την Επιτροπή Φαρμακευτικών Προϊόντων για Ανθρώπινη Χρήση (CHMP) του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (EMA), η οποία αξιολόγησε αποτελέσματα από επτά Φάσης 3 κλινικές μελέτες στο πλαίσιο του παγκόσμιου προγράμματος κλινικής ανάπτυξης SARIL-RA. Αυτές οι μελέτες συμπεριλαμβάνουν δεδομένα από περισσότερους από 3.300 ενήλικες με μέτρια έως σοβαρή ενεργή ρευματοειδή αρθρίτιδα οι οποίοι εμφάνισαν ανεπαρκή ανταπόκριση ή μη ανοχή σε ένα ή περισσότερα βιολογικά ή μη βιολογικά τροποποιητικά της νόσου αντιρρευματικά φάρμακα (DMARDs).
Το πρόγραμμα περιλαμβάνει τη μελέτη Φάσης 3 MONARCH, κατά την οποία η θεραπεία με sarilumab 200 mg ως μονοθεραπεία παρουσίασε ανωτερότητα έναντι της μονοθεραπείας με adalimumab 40 mg όσον αφορά στη μείωση της δραστηριότητας της νόσου και τη βελτίωση της σωματικής λειτουργίας, με περισσότερους ασθενείς να πετυχαίνουν κλινική ύφεση κατά τη διάρκεια 24 εβδομάδων.
· Την 24η εβδομάδα, οι ασθενείς που έλαβαν sarilumab παρουσίασαν μεγαλύτερη μείωση της δραστηριότητας της νόσου, σύμφωνα με τη μέτρηση της μεταβολής από την έναρξη της θεραπείας με βάση τον Δείκτη Βαθμολογίας της Δραστηριότητας της Νόσου (Disease Activity Score) με έλεγχο 28 αρθρώσεων και της ταχύτητας καθίζησης ερυθροκυττάρων (DAS28-ESR), το πρωτεύον καταληκτικό σημείο της μελέτης (sarilumab, -3,28· adalimumab, -2,20).
· Την 24η εβδομάδα, οι ασθενείς που έλαβαν sarilumab παρουσίασαν μεγαλύτερη βελτίωση της σωματικής λειτουργίας από την έναρξη της μελέτης σύμφωνα με τη μέτρηση με βάση το Ερωτηματολόγιο Αξιολόγησης Υγείας του Δείκτη Αναπηρίας (Health Assessment Questionnaire – Disability Index/ HAQ-DI), ένα δευτερεύον καταληκτικό σημείο της μελέτης (sarilumab, -0,61· adalimumab, -0,43).
· Την 24η εβδομάδα, οι ασθενείς που έλαβαν sarilumab πέτυχαν υψηλότερα ποσοστά ύφεσης βάσει του δείκτη DAS28-ESR (βαθμολογία<2,6), ένα δευτερεύον καταληκτικό σημείο της μελέτης (sarilumab, 26,6%· adalimumab, 7,0%).
· Την 24η εβδομάδα, οι ασθενείς που έλαβαν sarilumab παρουσίασαν μεγαλύτερη βελτίωση των σημείων και συμπτωμάτων της ρευματοειδούς αρθρίτιδας, σύμφωνα με τη μέτρηση του ποσοστού των ασθενών που πέτυχαν βελτίωση κατά 20% στα κριτήρια του Αμερικανικού Κολεγίου Ρευματολογίας [ACR] (ACR20) (sarilumab, 71,7%· adalimumab, 58,4%· p=0.0074). Το ποσοστό των ασθενών που πέτυχαν ACR50 ήταν επίσης υψηλότερο με το sarilumab (sarilumab, 45,7%· adalimumab, 29,7%· p=0,0017) καθώς και όσων πέτυχαν ACR70 (sarilumab, 23,4%· adalimumab, 11,9%· p=0,0036). Η ανταπόκριση ACR20, ACR50 και ACR70 την 24η εβδομάδα ήταν δευτερεύοντα καταληκτικά σημεία της μελέτης.
Στη Φάσης 3 μελέτη MOBILITY, η θεραπεία με sarilumab σε συνδυασμό με μεθοτρεξάτη (MTX) μείωσε τα σημεία και τα συμπτώματα, βελτίωσε τη σωματική λειτουργία και, την 52η εβδομάδα, ανέστειλε την εξέλιξη της δομικής βλάβης κατά 91% για τη δοσολογία sarilumab 200 mg και 68% για τη δοσολογία sarilumab 150 mg, σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο σε συνδυασμό με μεθοτρεξάτη (MTX). Στη Φάσης 3 μελέτη TARGET, η θεραπεία με sarilumab σε συνδυασμό με DMARD μείωσε τα σημεία και τα συμπτώματα και βελτίωσε τη σωματική λειτουργία, σε σύγκριση με τη θεραπεία με εικονικό φάρμακο σε συνδυασμό με τροποποιητικά της νόσου αντιρρευματικά φάρμακα (DMARD). Τα λεπτομερή αποτελέσματα των μελετών MOBILITY και TARGET περιλαμβάνονται στο δελτίο τύπου για την έγκριση του sarilumab από τον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) των Ηνωμένων Πολιτειών, το οποίο είναι διαθέσιμο εδώ.
Η συνιστώμενη δοσολογία του sarilumab είναι 200 mg άπαξ κάθε δύο εβδομάδες και χορηγείται υποδορίως με μία προγεμισμένη σύριγγα ή προγεμισμένη πένα χορήγησης. Η μείωση της δοσολογίας από 200 mg άπαξ κάθε δύο εβδομάδες σε 150 mg άπαξ κάθε δύο εβδομάδες συνιστάται για τη διαχείριση ορισμένων μη φυσιολογικών εργαστηριακών ευρημάτων (ουδετεροπενία, θρομβοπενία και αυξημένα επίπεδα ηπατικών ενζύμων).
Οι πιο συχνά αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες που παρατηρήθηκαν με το sarilumab στις κλινικές μελέτες ήταν ουδετεροπενία, αυξημένα επίπεδα αμινοτρανσφεράσης της αλανίνης, ερύθημα στην περιοχή της έγχυσης, λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού και λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος. Οι πιο συχνά αναφερόμενες σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες ήταν οι λοιμώξεις. Η θεραπεία με sarilumab θα πρέπει να διακόπτεται σε ασθενείς που αναπτύσσουν σοβαρή λοίμωξη μέχρι η λοίμωξη να τεθεί υπό έλεγχο. Η έναρξη της θεραπείας με sarilumab δεν συνιστάται σε ασθενείς με χαμηλές τιμές ουδετερόφιλων, λ.χ., απόλυτος αριθμός ουδετερόφιλων (ANC) < 2 x 109/L και σε ασθενείς με αριθμό αιμοπεταλίων μικρότερο από 150 x 103/Mu L.
Το Sarilumab έχει επίσης εγκριθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον Καναδά. Οι εταιρείες έχουν καταθέσει αιτήσεις για έγκριση και σε πολλές άλλες χώρες ανά τον κόσμο.