γράφει ο πρόεδρος της ΕΚΕ, Κωνσταντίνος Τσιούφης, αναπληρωτής καθηγητής Καρδιολογίας ΕΚΠΑ, ΓΝΑ «Ιπποκράτειο»
O επιπολασμός της παχυσαρκίας έχει σχεδόν τριπλασιαστεί τα τελευταία 40 χρόνια παγκοσμίως. Το 2016, το 13% των ενηλίκων παγκοσμίως ήταν παχύσαρκοι, με ποσοστά έως και 40% σε πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών. Ένα επιπλέον 39% των ενηλίκων σε όλο τον κόσμο είναι υπέρβαροι. Η παχυσαρκία συνδέεται με την ανάπτυξη και πρόοδο πολλαπλών επιπλοκών, συμπεριλαμβανομένης της αρτηριακής υπέρτασης, της δυσλιπιδαιμίας, του διαβήτη τύπου 2 και κατ’ επέκταση της καρδιαγγειακής νόσου που αποτελεί την πρώτη αιτία θανάτου παγκοσμίως.
Οι κατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με την απώλεια βάρους συνιστούν τη χρήση φαρμακολογικών παραγόντων ως πρόσθετα στην τροποποίηση του τρόπου ζωής για τη μακροπρόθεσμη διαχείριση βάρους σε ορισμένους ασθενείς αυξημένου καρδιαγγειακού κινδύνου. Ωστόσο, καμία φαρμακολογική στρατηγική δεν έχει ακόμη αποδείξει καρδιαγγειακή ασφάλεια ή όφελος.
Μια από τις σημαντικότερες μελέτες που ανακοινώθηκε στο πρόσφατο Πανευρωπαϊκό συνέδριο Καρδιολογίας στο Μόναχο της Γερμανίας ανοίγει το δρόμο στη χρήση φαρμακευτικών σκευασμάτων με τη μορφή δισκίων που οδηγούν με ασφάλεια στην στοχευμένη απώλεια βάρους σε ειδικές ομάδες ασθενών. Συγκεκριμένα μία ουσία ρυθμίζει την όρεξη μέσω της υποθαλάμικης ενεργοποίησης ανορεξιογόνων μηχανισμών οδηγώντας σε σημαντική απώλεια βάρους. Το φάρμακο χρησιμοποιήθηκε σε υπέρβαρους και παχύσαρκους ασθενείς με αθηροσκληρωτική καρδιαγγειακή νόσο ή πολλαπλούς καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου οι οποίοι υποβάλλονταν παράλληλα σε θεραπεία με διαιτητικές παρεμβάσεις. Σημειώνεται πως σε διάστημα ενός έτους, απώλεια βάρους τουλάχιστον 5% παρατηρήθηκε στο 38,7% των ασθενών που έλαβαν την ουσία ενώ ταυτόχρονα τα υψηλότερα ποσοστά απώλειας βάρους επιτεύχθηκαν χωρίς συνοδό αύξηση του κινδύνου καρδιαγγειακών επεισοδίων. Το φάρμακο έλαβε έγκριση από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Φαρμάκων (FDA) ενώ η σχετική δημοσίευση της μελέτης CAMELLIA-TIMI 61 έγινε στο New England Journal of Medicine.
Ένα άλλο θέμα που τέθηκε στο τελευταίο συνέδριο είναι η προληπτική χρήση της ασπιρίνης από μη στεφανιαίους ασθενείς δεν μείωσε την εμφάνιση οξέων καρδιαγγειακών επεισοδίων.
Τα καρδιαγγειακά νοσήματα αποτελούν την πρώτη αιτία θανάτου παγκοσμίως. Περισσότεροι άνθρωποι πεθαίνουν ετησίως από καρδιαγγειακά νοσήματα από ό, τι από οποιαδήποτε άλλη αιτία. Υπολογίζεται ότι 17,7 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως έχασαν τη ζωή τους από καρδιαγγειακά νοσήματα το 2015, που αντιπροσωπεύουν το 31% όλων των θανάτων παγκοσμίως. Από αυτούς τους θανάτους, περίπου 7.4 εκατομμύρια οφειλόταν σε στεφανιαία καρδιακή νόσο και 6.7 εκατομμύρια οφειλόταν σε εγκεφαλικό επεισόδιο. Οι περισσότερες καρδιαγγειακές παθήσεις μπορούν να αποφευχθούν με την ορθή αντιμετώπιση των παραγόντων κινδύνου, όπως η διακοπή του καπνίσματος και του αλκοόλ, η αντιμετώπιση της παχυσαρκίας, η ρύθμιση των επιπέδων της αρτηριακής πίεσης και των λιπιδίων καθώς και τη σωματική άσκηση. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια σημειώνεται μια αλόγιστη χρήση της ασπιρίνης ως μέτρο πρωτογενούς πρόληψης καρδιαγγειακών επεισοδίων από το γενικό πληθυσμό ακόμα και χωρίς ιατρική υπόδειξη.
Σύμφωνα με τη μελέτη ARRIVE που ανακοινώθηκε στο πρόσφατο Πανευρωπαϊκό συνέδριο Καρδιολογίας που έλαβε χώρα στο Μόναχο της Γερμανίας και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Lancet, η προφυλακτική χρήση της ασπιρίνης από ασθενείς με καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου δεν μείωσε την εμφάνιση τόσο οξέων στεφανιαίων επεισοδίων όσο και εγκεφαλικών επεισοδίων. Αντιθέτως πολλοί ασθενείς της ομάδας που ελάμβανε ασπιρίνη παρουσίασαν σοβαρά επεισόδια αιμορραγιών από το γαστρεντερικό. Επισημάνθηκε για μια ακόμα φορά ότι ουσιαστική μείωση του συνολικού καρδιαγγειακού κινδύνου επήλθε από τη συστηματική τροποποίηση των παραγόντων κινδύνου όπως προαναφέρθηκαν και αυτός θα πρέπει να είναι ο πραγματικός στόχος ιατρού και ασθενούς.
Τέλος, έγινε αναθεώρηση του μακροπρόθεσμου οφέλους κάθε δίαιτας χαμηλής περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες
Η παχυσαρκία αποτελεί μείζον πρόβλημα υγείας σε όλο τον κόσμο και αυξάνει τον κίνδυνο πολλών χρόνιων παθήσεων, συμπεριλαμβανομένων των καρδιαγγειακών παθήσεων, της υπέρτασης, του διαβήτη τύπου 2 και του καρκίνου. Διαφορετικές δίαιτες έχουν προταθεί για την απώλεια βάρους, όπως δίαιτες χαμηλές σε υδατάνθρακες και υψηλές σε πρωτεΐνες και λίπη. Η μακροπρόθεσμη ασφάλεια αυτών των διαιτών είναι αμφιλεγόμενη, με προηγούμενες μελέτες να καταλήγουν σε αντικρουόμενα αποτελέσματα σχετικά με την επίδραση τους στον συνολικό καρδιαγγειακό κίνδυνο και την επίπτωση του καρκίνου .
Μία σημαντική ανακοίνωση που πραγματοποιήθηκε στο πρόσφατο Πανευρωπαϊκό συνέδριο Καρδιολογίας που έλαβε χώρα στο Μόναχο της Γερμανίας στις 25-29 Αυγούστου 2018 επισημαίνει πως οι δίαιτες χαμηλών υδατανθράκων μπορεί να είναι χρήσιμες βραχυπρόθεσμα για την απώλεια βάρους, τη μείωση της αρτηριακής πίεσης και τη βελτίωση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα, μακροπρόθεσμα όμως συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο θανάτου από οποιαδήποτε αιτία και θανάτους λόγω στεφανιαίας νόσου, αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων και καρκίνου. Συγκριτικά με τους συμμετέχοντες με υψηλότερη κατανάλωση υδατανθράκων, τα άτομα με τη χαμηλότερη πρόσληψη είχαν 32% υψηλότερο κίνδυνο θανάτου από όλες τις αιτίες μετά από μια μέση παρακολούθηση 6,4 ετών. Επιπλέον, οι κίνδυνοι θανάτου από στεφανιαία νόσο, εγκεφαλικά επεισόδια και καρκίνο αυξήθηκαν κατά 51%, 50% και 35% αντίστοιχα.
Και δόθηκαν νέες κατευθυντήριες οδηγίες για την ορθή αντιμετώπιση της Αρτηριακής Υπέρτασης
Περισσότεροι από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι έχουν υπέρταση (υψηλή αρτηριακή πίεση) παγκοσμίως. Περίπου το 30-45% των ενηλίκων είναι υπερτασικοί ποσοστό που ανέρχεται σε 60% για άτομα άνω των 60 ετών. Η υψηλή αρτηριακή πίεση είναι η ηγετική παγκόσμια αιτία πρόωρου θανάτου, που αντιπροσωπεύει σχεδόν δέκα εκατομμύρια θανάτους το 2015, εκ των οποίων τα 4,9 εκατομμύρια οφειλόταν σε ισχαιμική καρδιοπάθεια και 3,5 εκατομμύρια οφειλόταν σε εγκεφαλικό επεισόδιο. Η υψηλή αρτηριακή πίεση αποτελεί επίσης μείζονα παράγοντα κινδύνου για τη στεφανιαία νόσο, την καρδιακή ανεπάρκεια, την κολπική μαρμαρυγή, τη χρόνια νεφρική νόσο και τα αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια.
Στο πρόσφατο Πανευρωπαϊκό συνέδριο Καρδιολογίας που έλαβε χώρα στο Μόναχο της Γερμανίας στις 25-29 Αυγούστου 2018, ανακοινώθηκαν επίσημα οι κατευθυντήριες οδηγίες για την αντιμετώπιση της αρτηριακής υπέρτασης. Αναγνωρίζεται τώρα ότι ένας σημαντικός λόγος για τα χαμηλά ποσοστά ελέγχου της αρτηριακής πίεσης είναι ότι οι ασθενείς δεν παίρνουν τα χάπια τους. Φαίνεται λοιπόν ότι η χρήση δισκίων που αποτελούνται από 2 ή περισσότερες φαρμακευτικές ουσίες συμβάλλει σημαντικά στη βελτιστοποίηση της συμμόρφωσης των ασθενών στην αγωγή και την κατ’ επέκταση καλύτερη ρύθμιση της αρτηριακής τους πίεσης. Επιπλέον επισημάνθηκε η ανάγκη έγκαιρης έναρξης αντιυπερτασικής αγωγής με τη χρήση από την αρχή τουλάχιστον 2 φαρμακευτικών παραγόντων για την επιτυχέστερη ρύθμιση των επιπέδων της αρτηριακής πίεσης.
Οι στόχοι για τα επίπεδα της αρτηριακής πίεσης των υπερτασικών ασθενών όλων των ηλικιών είναι χαμηλότεροι από ότι σε προηγούμενες οδηγίες. Συγκεκριμένα οι στόχοι της συστολικής αρτηριακής πίεσης είναι τώρα 120-129 mmHg για ασθενείς κάτω των 65 ετών και 130-139 mmHg για ασθενείς ηλικίας άνω των 65 ετών. Συστολική αρτηριακή πίεση κάτω από τα 120 mmHg δεν πρέπει να αποτελεί στόχο για οποιονδήποτε ασθενή, δεδομένου ότι ο κίνδυνος βλάβης υπερβαίνει τα πιθανά οφέλη.
Ειδική αναφορά γίνεται στον πληθυσμό των ασθενών ηλικίας 80 ετών και άνω.
Στους ασθενείς αυτούς πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν η βιολογική τους ηλικία παρά η χρονολογική ώστε να συγκρίνεται το πιθανό όφελος από τη βλάβη από τα φάρμακα που μειώνουν την αρτηριακή πίεση. Για άτομα άνω των 80 ετών που δεν έχουν ακόμη λάβει θεραπεία αυτή πρέπει να ξεκινήσει εάν η συστολική αρτηριακή πίεση είναι 160 mmHg ή μεγαλύτερη. Οι ηλικιωμένοι ασθενείς άνω των 80 ετών που λαμβάνουν αντιυπερτασική αγωγή πρέπει να ενθαρρύνονται να συνεχίσουν εάν αυτή είναι καλά ανεκτή.
Τέλος επισημάνθηκε για μια ακόμα φορά ότι ένας υγιεινός τρόπος ζωής συνιστάται για όλους τους ασθενείς, ανεξάρτητα από το επίπεδο αρτηριακής πίεσης, καθώς μπορεί να καθυστερήσει την ανάγκη για φάρμακα ή να συμπληρώσει τα αποτελέσματά τους. Οι συμβουλές περιλαμβάνουν περιορισμό αλατιού και αλκοόλ, υγιεινή διατροφή, τακτική άσκηση, έλεγχο βάρους και διακοπή του καπνίσματος.