Οι νυχτερινοί τύποι έχουν υψηλότερο Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ), μεγαλύτερη περιφέρεια μέσης, περισσότερο κρυμμένο σωματικό λίπος και σχεδόν 50% περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν διαβήτη τύπου 2 σε σύγκριση με εκείνους που πέφτουν νωρίτερα για ύπνο, σύμφωνα με νέα έρευνα που θα παρουσιαστεί στην Ετήσια Σύνοδο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας για τη Μελέτη του Διαβήτη (EASD) στη Μαδρίτη (9-13 Σεπτεμβρίου).
Όπως λέει ο επικεφαλής ερευνητής, Dr. Jeroen van der Velde, του Ιατρικού Κέντρου του Πανεπιστημίου Leiden στην Ολλανδία, προηγούμενες μελέτες είχαν δείξει ότι οι άνθρωποι που προτιμούν να πηγαίνουν αργά για ύπνο και να ξυπνούν πιο αργά το πρωί τείνουν να έχουν πιο ανθυγιεινό τρόπο ζωής. Για παράδειγμα, είναι πιο πιθανό να καπνίζουν ή να τρώνε ανθυγιεινά και η εκτίμηση ήταν μέχρι τώρα ότι αυτός είναι και ο λόγος που διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο παχυσαρκίας και μεταβολικών διαταραχών, συμπεριλαμβανομένου του διαβήτη τύπου 2.
«Ωστόσο, πιστεύουμε ότι ο τρόπος ζωής δεν μπορεί να εξηγήσει πλήρως τη σχέση μεταξύ ενός ανθρώπου που κοιμάται και ξυπνά αργά και μεταβολικών διαταραχών. Επιπλέον, ενώ είναι γνωστό ότι ο συγκεκριμένος τύπος σχετίζεται με υψηλό ΔΜΣ, δεν είναι σαφές σε ποιο βαθμό ο χρονότυπος (σ.σ. το πότε κοιμάται και ξυπνά κάποιος) επηρεάζει την κατανομή του σωματικού λίπους», σημειώνει.
Για να μάθουν περισσότερα, ο Dr. van der Velde και οι συνεργάτες του μελέτησαν τη σχέση μεταξύ του χρονικού προγραμματισμού του ύπνου, του διαβήτη τύπου 2 και της κατανομής του σωματικού λίπους σε περισσότερα από 5.000 άτομα, στο πλαίσιο της μελέτης Netherlands Epidemiology of Obesity, μιας συνεχιζόμενης μελέτης για την επίδραση του σωματικού λίπους στις νόσους.
Η ανάλυση αφορούσε συμμετέχοντες (54% γυναίκες) με μέση ηλικία 56 ετών και μέσο ΔΜΣ 30 kg/m2.
Οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν σε ερωτηματολόγιο τις τυπικές ώρες ύπνου και αφύπνισης και από αυτές υπολογίστηκε το μέσο σημείο ύπνου (MPS).
Στη συνέχεια οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες: σε αυτούς που κοιμούνταν νωρίς (το 20% των συμμετεχόντων με το νωρίτερο MPS), αυτούς που κοιμούνταν αργά (το 20% των συμμετεχόντων με το αργότερο MPS) και στους ενδιάμεσους (το υπόλοιπο 60% των συμμετεχόντων).
Όλοι οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε μετρήσεις ΔΜΣ και περιφέρειας μέσης. Το σπλαχνικό λίπος και το ηπατικό λίπος μετρήθηκαν σε 1.526 συμμετέχοντες, χρησιμοποιώντας μαγνητική τομογραφία και φασματοσκοπία μαγνητικής τομογραφίας, αντίστοιχα.
Οι συμμετέχοντες παρακολουθήθηκαν για διάμεση περίοδο 6,6 ετών, κατά τη διάρκεια της οποίας με διαβήτη τύπου 2 διαγνώστηκαν 225 άτομα.
Τα αποτελέσματα, τα οποία προσαρμόστηκαν για την ηλικία, το φύλο, την εκπαίδευση, το συνολικό σωματικό λίπος και μια σειρά παραγόντων του τρόπου ζωής (σωματική δραστηριότητα, ποιότητα διατροφής, κατανάλωση αλκοόλ, κάπνισμα και ποιότητα και διάρκεια ύπνου), έδειξαν ότι σε σύγκριση με έναν ενδιάμεσο χρονότυπο, οι συμμετέχοντες που κοιμούνταν αργά είχαν 46% υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2.
Αυτό υποδηλώνει ότι ο αυξημένος κίνδυνος εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 στους βραδινούς τύπους δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο από τον τρόπο ζωής.
Η ομάδα εξέτασε επίσης τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 για εκείνους που κοιμούνταν νωρίς.
«Από τη βιβλιογραφία, περιμέναμε ότι όσοι κοιμούνταν νωρίς θα είχαν παρόμοιο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 με τους ενδιάμεσους τύπους», ανέφερε ο Δρ van der Velde. «Τα αποτελέσματά μας έδειξαν ελαφρώς υψηλότερο κίνδυνο, αλλά αυτό δεν ήταν στατιστικά σημαντικό», σημείωσε.
Τα αποτελέσματα έδειξαν επίσης ότι οι βραδινοί τύποι είχαν 0,7 kg/m2 υψηλότερο ΔΜΣ, 1,9 cm μεγαλύτερη περιφέρεια μέσης, 7 cm2 περισσότερο σπλαχνικό λίπος και 14% περισσότερο ηπατικό λίπος, σε σύγκριση με εκείνους με ενδιάμεσο χρονότυπο. Σύμφωνα, μάλιστα, με τον van der Velde, οι βραδινοί τύποι φαίνεται να διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 σε σύγκριση με τα άτομα με ενδιάμεσο χρονότυπο, πιθανώς λόγω του υψηλότερου σωματικού λίπους, συμπεριλαμβανομένου του περισσότερου σπλαχνικού λίπους και του ηπατικού λίπους.
«Το επόμενο βήμα», σημείωσε, «είναι να μελετηθεί εάν τα άτομα που κοιμούνται αργότερα μπορούν να βελτιώσουν τη μεταβολική τους υγεία αν αλλάξουν συνήθειες», επισήμανε – αλλάζοντας για παράδειγμα τις ώρες που τρώνε.
«Υπάρχουν ολοένα περισσότερες ενδείξεις ότι η χρονικά περιορισμένη κατανάλωση φαγητού, το να μην τρώει δηλαδή κανείς τίποτα μετά από μια συγκεκριμένη ώρα, όπως στις 6 το απόγευμα, μπορεί να οδηγήσει σε μεταβολικά οφέλη», σημείωσε.
Φωτογραφία: iStock
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Καρκίνος του δέρματος: Η Σουηδία γίνεται η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που αναφέρει μείωση
Νοσοκομείο Καβάλας: Επιβλήθηκε ποινή στέρησης μισθού σε γιατρό που αναφέρθηκε δημόσια στις ελλείψεις
Μπανάνες, βρώμη και γιαούρτι: Ποιους κινδύνους κρύβουν για τα παιδιά με προδιάθεση διαβήτη τύπου 1