O ύπνος μπορεί να παίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη τύπου 2 διαβήτη. Μία νέα μελέτη υποδηλώνει ότι τόσο η διάρκεια όσο και η ποιότητά του μπορεί να επηρεάζουν τον κίνδυνο που διατρέχουμε.
Στη μελέτη συμμετείχαν χιλιάδες εθελοντές, οι οποίοι κατά την έναρξή της είχαν ηλικία 40 ετών και πάνω. Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, όσοι κοιμόντουσαν πολύ λίγο ή πάρα πολύ είχαν αυξημένες πιθανότητες να πάσχουν από διαβήτη. Ωστόσο τον μέγιστο κίνδυνο διέτρεχαν όσοι κοιμόντουσαν 10 ή περισσότερες ώρες κάθε βράδυ.
Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 αυξάνεται ασταμάτητα σε όλο τον κόσμο. Η Διεθνής Ομοσπονδία Διαβήτη (IDF) εκτιμά ότι πάσχουν παγκοσμίως 537 εκατομμύρια ενήλικες. Επιπλέον, υπολογίζεται ότι 1,5 εκατομμύριο άνθρωποι πεθαίνουν ετησίως σε όλο τον κόσμο εξαιτίας του.
Δεδομένης της επίπτωσής του, οι επιστήμονες αναζητούν όλους τους πιθανούς και απίθανους παράγοντες του τρόπου ζωής που θα μπορούσαν να την μειώσουν.
Η νέα μελέτη παρουσιάσθηκε στο Ετήσιο Συνέδριο της Αμερικανικής Ενδοκρινολογικής Εταιρείας (ENDO 2023). Δημοσιεύθηκε επίσης στην ιατρική επιθεώρηση Journal of Clinical Medicine.
Όπως είπαν οι ερευνητές, η συσχέτιση που έχει ο ύπνος με τον σακχαρώδη διαβήτη είχε καταδειχθεί και σε προγενέστερες μελέτες. Εν τούτοις, η παρούσα μελέτη είναι έως στιγμής η πιο μακροχρόνια.
Η νέα μελέτη
Τη μελέτη πραγματοποίησαν επιστήμονες από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου CHA στη Σεούλ. Οι επιστήμονες εξέτασαν δεδομένα από 8.816 εθελοντές, οι οποίοι είχαν ηλικία 40-69 ετών όταν δήλωσαν συμμετοχή σε αυτήν.
Σε τακτά χρονικά διαστήματα οι ερευνητές τους υπέβαλλαν σε εξετάσεις. Τους ζητούσαν επίσης να συμπληρώνουν αναλυτικά ερωτηματολόγια ύπνου. Έτσι, διαπίστωσαν πως ο ύπνος τους μπορούσε να ταξινομηθεί σε τέσσερις κατηγορίες, με βάση τη διάρκειά του:
- Κάτω από 6 ώρες κάθε βράδυ
- 6-7 ώρες κάθε βράδυ
- 8-9 ώρες
- 10 ώρες και πάνω
Οι ερευνητές αξιολόγησαν επίσης την ποιότητα του ύπνου τους με βάση μία ειδική κλίμακα (λέγεται Epworth Sleepiness Scale ή ESS). Η κλίμακα αυτή μετρά την υπνηλία στη διάρκεια της ημέρας.
Τα ευρήματα
Στη διάρκεια των 14 ετών που οι επιστήμονες παρακολουθούσαν τους εθελοντές τους, οι 1.630 (ποσοστό 18%) εκδήλωσαν διαβήτη.
Οι ερευνητές εξέτασαν αν και πόσο επηρέαζε ο ύπνος τον κίνδυνο νοσήσεως των συμμετεχόντων. Όπως διαπίστωσαν, ο κίνδυνος διαβήτη ήταν ιδιαιτέρως αυξημένος στους εθελοντές που κοιμόντουσαν πάρα πολύ και πολύ λίγο.
Ειδικότερα, όσοι εθελοντές κοιμόντουσαν καθημερινά 10 ή περισσότερες ώρες, διέτρεχαν κατά 35% μεγαλύτερο κίνδυνο διαβήτη. Όσοι κοιμόντουσαν λιγότερες από 6 ώρες, είχαν 11% μεγαλύτερο κίνδυνο διαβήτη. Αντιθέτως, τον μικρότερο κίνδυνο διέτρεχαν όσοι κοιμόντουσαν 8-9 ώρες.
Ωστόσο και η ποιότητα του ύπνου ήταν πάρα πολύ σημαντική. Στην πραγματικότητα, η σχέση της με τον διαβήτη ήταν δοσοεξαρτώμενη. Με άλλα λόγια, όσο πιο φτωχός ποιοτικά ήταν ο ύπνος, τόσο περισσότερο κινδύνευαν οι εθελοντές.
Έτσι όσοι είχαν την εντονότερη υπνηλία στη διάρκεια της ημέρας είχαν κατά 61% περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν διαβήτη!
Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι «ο ύπνος επηρεάζει ποικίλες γλυκομεταβολικές παραμέτρους, που ανοίγουν σταδιακά τον δρόμο στον διαβήτη», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής Dr. Wonjin Kim, αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο CHA.
Φωτογραφία: iStock