Οι ασθενείς με νόσο Πάρκινσον ανταποκρίνονται για αρκετά χρόνια πολύ καλά στη φαρμακευτική αγωγή από το στόμα.
Καθώς περνά ο καιρός, όμως, χρειάζονται ολοένα συχνότερες ή και μεγαλύτερες δόσεις από τα φάρμακα για να είναι καλά. Και τελικά, φθάνουν στο σημείο να μην ανταποκρίνονται όλη μέρα σε αυτά, αλλά διακοπτόμενα, με ανάλογες συνέπειες στην κινητικότητά τους. Με άλλα λόγια, βρίσκονται στο στάδιο των κινητικών διακυμάνσεων, οι οποίες αρχίζουν να δυσκολεύουν την καθημερινότητά τους.
Σε αυτό το στάδιο πάσχουν από προχωρημένη νόσο και είναι η κατάλληλη στιγμή για επεμβατικές θεραπείες. «Οι θεραπείες αυτές μπορούν να τους χαρίσουν τουλάχιστον μία δεκαετία με καλή ποιότητα ζωής», λέει ο νευρολόγος Παναγιώτης Ι. Ζήκος, υπεύθυνος του Ιατρείου Νόσου Πάρκινσον & Συναφών Διαταραχών του 251 Γενικού Νοσοκομείου Αεροπορίας. «Δίχως αυτές, θα οδηγούνταν ταχύτερα στο τελικό στάδιο και την αναπηρία».
Οι κυριότερες επεμβατικές θεραπείες είναι η τοποθέτηση αντλίας συνεχούς έγχυσης φαρμάκων και η ηλεκτρική διέγερση του εγκεφάλου με νευροδιεγέρτη.
Τα κριτήρια επιλογής
Πώς μπορεί να ξέρει όμως ένας ασθενής αν είναι κατάλληλος υποψήφιος γι’ αυτές; Τα κριτήρια επιλογής είναι πολύ συγκεκριμένα, κατά τον δρα Ζήκο.
«Κατάλληλοι υποψήφιοι για επεμβατικές θεραπείες είναι οι ασθενείς με τουλάχιστον πέντε χρόνια διαγνωσμένη νόσο Πάρκινσον, τους οποίους η ντοπαμίνη βοηθά ακόμα σημαντικά αλλά δεν τους καλύπτει σε όλη τη διάρκεια της ημέρας, με συνέπεια να βιώνουν κινητικές διακυμάνσεις», εξηγεί. «Επιπλέον, οι ασθενείς δεν πρέπει να πάσχουν από ψυχικά νοσήματα ή σοβαρή άνοια».
Πρέπει επίσης να έχουν ηλικία έως 70 ετών για να τοποθετηθεί νευροδιεγέρτης στον εγκέφαλο. Αντιθέτως, δεν υπάρχει ηλικιακός περιορισμός για την αντλία συνεχούς χορήγησης φαρμάκων.
Το μέσο προφίλ
«Ο τυπικός υποψήφιος ασθενής μας έχει ηλικία 65 ετών ή μικρότερη και πάσχει από διαγνωσμένο Πάρκινσον επτά χρόνια», προσθέτει ο δρ Ζήκος, ο οποίος είναι μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νόσου Πάρκινσον (EPDA). «Παίρνει επίσης τέσσερις φορές την ημέρα μεγάλη δόση ντοπαμίνης και παράλληλα παίρνει δύο ή τρία άλλα ντοπαμινεργικά φάρμακα. Παρ’ όλα αυτά, έχει τουλάχιστον 2-3 ώρες ακινησία ή 1-2 ώρες υπερκινησία την ημέρα και αντιμετωπίζει δυσκολίες στην καθημερινότητά του».
Οι ασθενείς με αυτά τα χαρακτηριστικά εξετάζονται από διεπιστημονική ομάδα, ώστε να επιλεγεί η καταλληλότερη επεμβατική μέθοδος που θα βελτιώσει την ποιότητα της ζωής τους με τον μικρότερο δυνατό κίνδυνο.
Στην βασική ομάδα συμμετέχουν εξειδικευμένος νευρολόγος, νευροψυχολόγος, νευροχειρουργός ή γαστρεντερολόγος, και ψυχίατρος.
Μεγάλη αποτελεσματικότητα
«Οι επεμβατικές μέθοδοι για τη νόσο του Πάρκινσον έχουν υψηλά ποσοστά αποτελεσματικότητας εφ’ όσον έχει γίνει σωστή επιλογή του ασθενούς, επιτυχημένη εμφύτευση των ειδικών ιατρικών συσκευών και σωστή ρύθμισή τους», τονίζει ο δρ Ζήκος.
Μελέτες έχουν δείξει ότι με την αντλία συνεχούς έγχυσης φαρμάκων βελτιώνονται οι κινητικές διακυμάνσεις και η δυσκινησία κατά περισσότερο από 90%. Βελτιώνονται επίσης η διαταραχή βάδισης και η δυσφαγία πάνω από 60%. Μπορεί ακόμα να βελτιωθούν και μη κινητικά συμπτώματα της νόσου.
Αντίστοιχα, με το νευροδιεγέρτη παρατηρείται βελτίωση πάνω από 70% στα κινητικά συμπτώματα. Παρατηρείται επίσης μείωση κατά σχεδόν 60% στα φάρμακα.
«Οι βελτιώσεις αυτές διαρκούν επί τουλάχιστον 10 χρόνια, αλλά είναι διαφορετικές σε κάθε άτομο, γιατί κάθε ασθενής βρίσκεται σε διαφορετικό στάδιο όταν χειρουργείται και έχει ποικιλία συμπτωμάτων», καταλήγει ο ειδικός.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
Νόσος Πάρκινσον: Το τρέμουλο ΔΕΝ είναι το κύριο σύμπτωμα
Νόσος Πάρκινσον: Οι μύθοι που πρέπει να ξεχάσετε
Νόσος Πάρκινσον: Τα χάπια δεν είναι η μοναδική θεραπεία
Πάρκινσον: Τι πρέπει να γνωρίζετε για τις θεραπείες
Νόσος Πάρκινσον: Τα Κέντρα Κινητικών Διαταραχών των ελληνικών νοσοκομείων