Πνευμονία: Όσα πρέπει να γνωρίζουμε για τη λοίμωξη των πνευμόνων
Η πνευμονία είναι μία σοβαρή λοίμωξη των πνευμόνων, που προσβάλλει το κατώτερο αναπνευστικό σύστημα. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας είναι η κυριότερη λοιμώδης αιτία θανάτου των μικρών παιδιών σε όλο τον κόσμο.
Υπολογίζεται ότι σε ετήσια βάση κοστίζει παγκοσμίως τη ζωή 2,5 εκατομμυρίων ανθρώπων. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται περισσότερα από 740.000 παιδιά ηλικίας κάτω των 5 ετών. Ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί στο 14% όλων των θανάτων στα μικρά παιδιά και στο 22% των θανάτων στις ηλικίες 1-5 ετών.
Οι θάνατοι από την πνευμονία που προκαλεί η COVID-19 ήλθαν να προσθέσουν ακόμη 2 εκατομμύρια απώλειες στον συνολικό ετήσιο αριθμό. Ωστόσο η Ελλάδα παρουσιάζει καλύτερη εικόνα σχετικά με την θνητότητα της πνευμονίας σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Όπως εξηγεί η κυρία Χριστίνα Γκόγκα, πνευμονολόγος με εξειδίκευση στην επεμβατική πνευμονολογία, διευθύντρια της Δ’ Πνευμονολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου Metropolitan General, η πνευμονία μπορεί να είναι:
- Κοινότητας (όταν η μετάδοση και η μόλυνση συμβαίνει στην καθημερινή ζωή)
- Νοσοκομειακή (όταν μολύνεται κάποιος κατά την παραμονή του στο νοσοκομείο)
- Πνευμονία του αναπνευστήρα (όταν ο ασθενής νοσήσει από πνευμονία ενώ είναι διασωληνωμένος, δηλαδή φέρει ενδοτραχειακό σωλήνα για την υποστήριξη της αναπνοής του)
Επίσης υπάρχει και η πνευμονία από εισρόφηση που είναι αποτέλεσμα εισόδου στερεών ή υγρών ουσιών στον πνεύμονα (τροφή, έμετος, χημικές ουσίες κ.λπ.).
Αιτίες και ομάδες υψηλού κινδύνου
Η πνευμονία προκαλείται κυρίως από μικροοργανισμούς όπως είναι τα βακτήρια, οι ιοί και σπανιότερα οι μύκητες. Συχνότερος αιτιολογικός παράγοντας της πνευμονίας κοινότητας είναι ο στρεπτόκοκκος της πνευμονίας. Από το 2020 ειδική αναφορά γίνεται στην COVID-19, η οποία είναι αποτέλεσμα μόλυνσης από το νέο στέλεχος κορωνοϊού SARS-CoV-2, που συχνά εκδηλώνεται ως σοβαρή πνευμονία.
Τα βρέφη και τα μικρά παιδιά κινδυνεύουν περισσότερο να νοσήσουν επειδή το ανοσοποιητικό τους σύστημα δεν έχει αναπτυχθεί ακόμα πλήρως. Υψηλό κίνδυνο διατρέχουν και:
- Οι ηλικιωμένοι (άνω των 65ετών)
- Οι ανοσοκατεσταλμένοι
- Οι καρδιοπαθείς
- Οι ασθενείς με χρόνια νοσήματα του αναπνευστικού
- Οι πάσχοντες από νεφρική ανεπάρκεια
- Οι παχύσαρκοι
- Όσοι διαμένουν σε μονάδες υψηλού συγχρωτισμού
Σημαντικότερος παράγοντας κινδύνου για νόσηση από πνευμονία στους υγιείς ενήλικες είναι το κάπνισμα. Από πνευμονία εξ εισρόφησης κινδυνεύουν κυρίως οι ηλικιωμένοι και όσοι παρουσιάζουν έκπτωση:
- Της κατάποσης (ασθενείς με οξύ εγκεφαλικό επεισόδιο, εγκεφαλικό τραύμα, νευρολογικά νοσήματα)
- Του επιπέδου συνείδησης (αλκοολικοί, χρήστες τοξικών ουσιών).
Μετάδοση και συμπτώματα
Η πνευμονία μεταδίδεται με τα σταγονίδια στον αέρα που παράγονται με τον βήχα, το φτέρνισμα και την ομιλία. Ο συγχρωτισμός αυξάνει τα ποσοστά μετάδοσης. Επιμόλυνση των πνευμόνων μπορεί να συμβεί και αιματεγενώς και από άλλα όργανα του σώματος.
Στα συμπτώματα της πνευμονίας συμπεριλαμβάνονται:
- Βήχας. Συνήθως είναι παραγωγικός, με πτύελα που μπορεί να περιέχουν και αίμα
- Υψηλός πυρετός με ρίγος, που εμμένει για περισσότερες από 4ημέρες
- Θωρακαλγία
- Απώλεια δυνάμεων
- Εύκολη κόπωση
- Δύσπνοια
- Ταχυκαρδία
- Μερικές φορές συμπτωματολογία από το γαστρεντερικό σύστημα (όπως ναυτία, έμετοι, διάρροια).
Η υποχώρηση της συμπτωματολογίας μπορεί να καθυστερήσει έως και 4 εβδομάδες μετά την έναρξη της λοίμωξης.
Οι ασθενείς με πνευμονία σε έδαφος COVID-19 παρουσιάζουν συμπτωματολογία όμοια με αυτή των υπολοίπων ιογενών λοιμώξεων. Χαρακτηριστικό είναι ότι η δυσκολία στην αναπνοή εμφανίζεται συνήθως εφτά ημέρες μετά από την έναρξη τους νόσου και μπορεί να συνυπάρχει απώλεια όσφρησης και γεύσης.
Η διάγνωση
Η διάγνωση της πνευμονίας στηρίζεται στη συμπτωματολογία, τα ευρήματα της κλινικής εξέτασης και της ακτινογραφίας θώρακος ή/και άλλων απεικονιστικών εξετάσεων του θώρακα (πχ. αξονική θώρακος, διαθωρακικό υπερηχογράφημα πνευμόνων).
Λοιπές μικροβιολογικές εξετάσεις για την ταυτοποίηση του μικροοργανισμού που προκαλεί την πνευμονία απαιτούνται μόνο σε ειδικές περιπτώσεις και δεν αποτελούν εξετάσεις ρουτίνας.
Η διάγνωση της COVID-19 επιβεβαιώνεται με την ανεύρεση RNA του ιού με την τεχνική της αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης (RT-PCR).
Η θεραπεία
Η πνευμονία συνήθως αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά με αντιβιοτικά και αντιικά σκευάσματα που χορηγούνται εμπειρικά από τον ειδικό ιατρό ώστε να καλύπτονται οι πιο πιθανοί και συχνοί για τον εκάστοτε ασθενή μικροοργανισμοί.
Ασθενείς με σοβαρή συμπτωματολογία, μη βελτίωση με την από του στόματος θεραπευτική αγωγή, επιπλοκές της νόσου (π.χ. επιπλεγμένη υπεζωκοτική συλλογή), σοβαρά υποκείμενα νοσήματα και κακές συνθήκες διαβίωσης θα πρέπει να παραπέμπονται άμεσα στο νοσοκομείο όπου η αντιβιοτική αγωγή πρέπει να αρχίζει εντός της πρώτης ώρας της άφιξης τους, τονίζει η κυρία Γκόγκα.
Ωστόσο, η σωστή παρακολούθηση των ασθενών που νοσούν με πνευμονία δεν σταματά με την λύση των συμπτωμάτων. Ο θεράποντας ιατρός οφείλει να επιβεβαιώσει και την υποχώρηση των παθολογικών απεικονιστικών ευρημάτων εντός 4 εβδομάδων.
Σε περίπτωση παραμονής αυτών, γίνεται παραπομπή του ασθενούς σε ειδικό πνευμονολόγο για περαιτέρω διερεύνηση και αντιμετώπιση. Ο ασθενής υποβάλλεται σε αξονική θώρακος, εφόσον δεν είχε κάνει νωρίτερα. Κατόπιν υποβάλλεται σε βρογχοσκόπηση.
Σε ασθενείς υψηλού κινδύνου (π.χ. καπνιστές), όπου υπάρχει υποψία για υποκείμενη κακοήθεια, δεν πρέπει να καθυστερεί η παραπομπή τους έως την πάροδο των τεσσάρων εβδομάδων, εφόσον δεν βελτιώνονται οι απεικονιστικές εξετάσεις τους.
Η πρόληψη
Συνοψίζοντας, η πνευμονία είναι μία λοίμωξη του κατώτερου αναπνευστικού με συγκεκριμένη συμπτωματολογία και κλινικά σημεία που επιβεβαιώνεται από παθολογικά απεικονιστικά ευρήματα στον πνεύμονα. Αξίζει να αναφερθεί ότι αποτελεί ένα επιλύσιμο πρόβλημα υγείας . Σημαντικά μέτρα πρόληψης, τέλος, είναι ο αντιγριπικός και αντιπνευμονιοκοκκικός εμβολιασμός όπου ενδείκνυται, η διακοπή καπνίσματος, η σωστή εφαρμογή κανόνων υγιεινής καθώς και ο μητρικός θηλασμός για την προστασία των βρεφών.