Η ατμοσφαιρική ρύπανση δεν βλάπτει σοβαρά μόνο τους πνεύμονες και την καρδιά, αλλά μπορεί να αυξάνει και τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού, αναφέρουν επιστήμονες από τις ΗΠΑ.
Σε μεγάλη μελέτη που πραγματοποίησαν ανακάλυψαν πως ο κίνδυνος ήταν μεγαλύτερος για τις γυναίκες οι οποίες εκτίθεντο στα υψηλότερο επίπεδα μικροσκοπικά αιωρούμενων σωματιδίων PM2,5 στον τόπο κατοικίας τους.
Τα σωματίδια αυτά έχουν διάμετρο 2,5 μικρά ή χαμηλότερη. Ένα μικρόν (ή μικρόμετρο) ισούται με ένα εκατομμυριοστό του μέτρου. Τα σωματίδια αυτά εκλύονται μέσω:
- Των καυσαερίων των οχημάτων
- Της καύσης λαδιού ή άνθρακα
- Του καπνού από την καύση των ξύλων και της βλάστησης
- Των βιομηχανικών εκπομπών
Τα ΡΜ2,5 είναι τόσο μικρά ώστε εισδύουν βαθιά μέσα στους πνεύμονες, απ’ όπου μπορούν να φθάσουν σε όλο το σώμα. Επιπλέον, δεν είναι ορατά δια γυμνού οφθαλμού.
«Τα ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι η ρύπανση αυξάνει τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού. Αν και η αύξηση είναι μέτρια, ο αντίκτυπός της είναι τεράστιος διότι μας αφορά σχεδόν όλους», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια Dr. Alexandra White, επικεφαλής της Ομάδας Επιδημιολογίας του Καρκίνου στο αμερικανικό Εθνικό Ίδρυμα Επιστημών Περιβαλλοντικής Υγείας (NIEHS).
Η νέα μελέτη
Τα νέα ευρήματα δημοσιεύθηκαν στην ιατρική επιθεώρηση Journal of the National Cancer Institute. Οι ερευνητές εξέτασαν στοιχεία από 196.905 εθελόντριες, υπολογίζοντας την έκθεσή τους στην ατμοσφαιρική ρύπανση τα τελευταία 5-10 χρόνια πριν από την ένταξή τους στη μελέτη.
Η μέση ηλικία των γυναικών ήταν τα 62 χρόνια. Η μελέτη άρχισε την περίοδο 1995-1996 και ολοκληρώθηκε το 2017. Στο μεσοδιάστημα, 15.870 από τις εθελόντριες ανέπτυξαν καρκίνο του μαστού.
Όπως έδειξαν τα στοιχεία, όσο περισσότερη ατμοσφαιρική ρύπανση υπήρχε στον τόπο κατοικίας τους, τόσο περισσότερο κινδύνευαν να διαγνωστούν με καρκίνο του μαστού. Στην πραγματικότητα, κάθε αύξηση κατά 10 ug/m3 στα επίπεδα των σωματιδίων PM2,5 συσχετίσθηκε με αύξηση κατά 8% στον κίνδυνο καρκίνου του μαστού.
Εξαρτάται από τον τύπο του καρκίνου
Η αύξηση αυτή είναι μέτρια, αλλά στατιστικά σημαντική, τόνισε η Dr. White. Επιπλέον, φάνηκε να διαφοροποιείται αναλόγως με τον τύπο του καρκίνου. Έτσι, η ρύπανση αύξανε κατά 10% τον κίνδυνο αναπτύξεως καρκίνου του μαστού με θετικούς ορμονικούς υποδοχείς. Ωστόσο συσχετίσθηκε με μείωση κατά 3% (δεν ήταν στατιστικά σημαντική) του κινδύνου άλλων μορφών της νόσου, που έχουν αρνητικούς ορμονικούς υποδοχείς.
Η διαφορά αυτή υποδηλώνει ότι η ρύπανση δρα ως ενδοκρινικός διαταράκτης (διαταράσσει την λειτουργία του ορμονικού συστήματος), λένε οι ερευνητές.
Ο καρκίνος του μαστού με θετικούς ορμονικούς υποδοχείς είναι η πιο συχνή μορφή της νόσου. Αντιπροσωπεύει το σχεδόν 60% των περιστατικών.
Φωτογραφία: iStock