Θύματά του είναι πολλές νοικοκυρές, όσοι κάνουν χειρωνακτικές εργασίες αλλά και όσοι επιβαρύνουν τα χέρια τους στη διάρκεια της ημέρας.
Το σύνδρομο εμφανίζεται συχνότερα στις εγκύους, τους διαβητικούς, τους ρευματοπαθείς και τους νεφροπαθείς.
Εκδηλώνεται με μουδιάσματα και υπαισθησία στα πρώτα τρία με τέσσερα δάκτυλα – κυρίως τη νύχτα (πρώτες πρωινές ώρες).
Στα τελευταία στάδια εκδηλώνεται με μυϊκή αδυναμία παλάμης και κυρίως ατροφίας των μυών της βάσης του αντίχειρα, ενώ ο ασθενής δεν μπορεί να πιάσει αντικείμενα (πτώση αντικειμένων απ' το χέρι).
Μέχρι πριν από 15 χρόνια το σύνδρομο αντιμετωπιζόταν με ανοιχτό χειρουργείο, κατά τη διάρκεια του οποίου γινόταν τομή 7-8 εκατοστών.
Αργότερα εμφανίσθηκε η ελάχιστα επεμβατική (mini-open) ανοικτή μέθοδος με μικρότερη τομή 3-5 εκατοστών και τελικά σήμερα επικρατεί στο δυτικό κόσμο η ενδοσκοπική διάνοιξη (τομή 1-2 εκατ.).
Ενα από τα μειονεκτήματα είναι ότι πρέπει να κοπούν όλα τα ανατομικά στρώματα της παλάμης από το δέρμα, υποδόριο, μύες μέχρι και τον παλαμιαίο σύνδεσμο, ενώ στην ενδοσκοπική μέθοδο κόβουμε μόνο τον σύνδεσμο.
Επίσης ο χρόνος αποκατάστασης του χεριού είναι περίπου τέσσερις εβδομάδες (στις δύο εβδομάδες κόβουμε τα ράμματα), ενώ στην ενδοσκοπική μέθοδο ο χρόνος ανάρρωσης είναι μία εβδομάδα, επισημαίνει ο χειρουργός ορθοπαιδικός-μικροχειρουργός χεριού και αντιπρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Χειρουργικής Χεριού-Ανω Ακρου, κ. Ιωάννης Α. Ιγνατιάδης.