Η νόσος του Πάρκινσον είναι μία διαταραχή του κινητικού συστήματος που εμφανίζεται συνήθως σε άτομα ηλικίας άνω των 60 ετών. Προκύπτει από την απώλεια ντοπαμίνης που παράγουν τα κύτταρα του εγκεφάλου.
Τα κύρια συμπτώματα στο Πάρκινσον είναι τρόμος ή τρέμουλο, ακαμψία ή δυσκαμψία των άκρων και του κορμού, βραδυκινησία και διαταραχή της ισορροπίας και του συντονισμού στην κίνηση. Τα συμπτώματα αρχίζουν σταδιακά, αλλά επιδεινώνονται με την πάροδο του χρόνου, γεγονός που δυσκολεύει πάρα πολύ τον ασθενή να πραγματοποιήσει τις καθημερινές του εργασίες και δραστηριότητες.
Διαβάστε επίσης: Ο Χίτλερ είχε Πάρκινσον: Οι αποδείξεις σε βίντεο και οι σχετικές έρευνες
Δεν υπάρχει μέχρι σήμερα θεραπεία ίασης, αλλά υπάρχουν διάφορες θεραπείες αντιμετώπισης των συμπτωμάτων με ουσίες που αντικαθιστούν ή μιμούνται τον ρόλο της ντοπαμίνης στον εγκέφαλο, παρέχοντας κάποια ανακούφιση από τα συμπτώματα.
Το ουρικό οξύ είναι ένα ισχυρό αντιοξειδωτικό και συμβάλλει περίπου στο 60% της δράσης των ελευθέρων ριζών στο αίμα. Το ουρικό οξύ σχηματίζεται όταν χημικές ουσίες γνωστές ως πουρίνες, τις οποίες λαμβάνουμε αναπόφευκτα μέσω των τροφών, διασπώνται στο σώμα. Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι το ουρικό οξύ θα μπορούσε να διαδραματίσει έναν προστατευτικό ρόλο για τα κύτταρα του εγκεφάλου.
Ο επικεφαλής της νέας έρευνας, δρ Xiang Gao, από το πανεπιστήμιο της Pennsylvania και οι συνεργάτες του εξέτασαν τις περιπτώσεις 90.214 συμμετεχόντων σε τρεις μεγάλες, επιμέρους και συνεχιζόμενες μελέτες.
Το χαμηλό επίπεδο ουρικού οξέος σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο της νόσου του Πάρκινσον
Η επιστημονική ομάδα πραγματοποίησε εξετάσεις αίματος για να μετρηθούν τα επίπεδα του ουρικού οξέος των συμμετεχόντων. Τα αποτελέσματα των συνολικά 388 ατόμων που ανέπτυξαν νόσο του Πάρκινσον μετά την έναρξη των μελετών συγκρίθηκαν με εκείνα από 1.267 ανθρώπους που δεν είχαν την ασθένεια.
Οι ερευνητές συνδύασαν επίσης τα αποτελέσματά τους με εκείνα από τις τρεις προηγούμενες μελέτες σχετικά με το θέμα για μια μεγάλη μετα-ανάλυση.
Διαπίστωσαν ότι τα άτομα με τα χαμηλότερα επίπεδα ουρικού οξέος είχαν λιγότερο από 4,9 χιλιοστόγραμμα ουρικού οξέος ανά δεκατόλιτρο (mg/dL). Εκείνοι με τα υψηλότερα επίπεδα είχαν 6,3 έως 9,0 mg/dL. Τα φυσιολογικά επίπεδα κυμαίνονται από 3,5-7,2 mg/dL.
Οι άνδρες που είχαν τα υψηλότερα επίπεδα ουρικού οξέος ήταν σχεδόν κατά 40% λιγότερο πιθανό να αναπτύξουν τη νόσο του Πάρκινσον από εκείνους με τα χαμηλότερα επίπεδα.
Διαβάστε επίσης:Ουρικό οξύ: Ποιες τιμές στο αίμα δείχνουν πρόβλημα
Μεταξύ των 388 ατόμων με νόσο του Πάρκινσον, τα 45 είχαν τα υψηλότερα επίπεδα ουρικού οξέος και 58 είχαν τα χαμηλότερα. Μεταξύ των υγιών ατόμων, τα 111 ήταν στην ομάδα με το υψηλότερο επίπεδο ουρικού οξέος και τα 107 ήταν στην ομάδα με το χαμηλότερο επίπεδο.
Οι ερευνητές έλαβαν υπόψη στα αποτελέσματά τους και άλλους παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τον κίνδυνο εκδήλωσης της νόσου του Πάρκινσον, όπως η ηλικία, το κάπνισμα και η κατανάλωση καφεΐνης.
Ο δρ Gao υποστηρίζει ότι “αυτά τα αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι το ουρικό οξύ θα μπορούσε να προστατεύσει έναντι του Πάρκινσον ή να επιβραδύνει την εξέλιξη της νόσου σε πολύ πρώιμα στάδιά της, προτού καν γίνουν αντιληπτά τα πρώτα συμπτώματα. Τα ευρήματα της έρευνας δείχνουν ότι απαιτείται περαιτέρω έρευνα σχετικά με το αν η αύξηση του επιπέδου του ουρικού οξέος σε άτομα με πρώιμη νόσο του Πάρκινσον μπορεί να επιβραδύνει την ασθένεια”.
Ο ίδιος σημειώνει ότι η μελέτη αυτή δεν αποδεικνύει ότι τα υψηλά επίπεδα ουρικού οξέος προστατεύουν κατά της νόσου του Πάρκινσον, αλλά ότι υπάρχει σίγουρα μια σχέση μεταξύ τους που δείχνει σαφή τάση για χαμηλότερο κίνδυνο εκδήλωσης Πάρκινσον.
Τα ευρήματα θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις για μελλοντικές θεραπείες, καθώς τα επίπεδα ουρικού οξέος μπορούν να αυξηθούν εύκολα και ανέξοδα (μέσω αλλαγών στην διατροφή), αλλά αυτό πρέπει να γίνει με προσοχή, επειδή τα υπερβολικά υψηλά επίπεδα ουρικού οξέος μπορεί να προκαλέσουν πέτρες στα νεφρά και ουρική αρθρίτιδα.
Περισσότερες μελέτες χρειάζονται επίσης προκειμένου οι επιστήμονες να κατανοήσουν πλήρως τις διαφορές των δύο φύλων στην σχέση μεταξύ ουρικού οξέος και της νόσου του Πάρκινσον, καθώς, στις γυναίκες, φάνηκε να μην υπάρχει καμία σχέση μεταξύ του επιπέδου του ουρικού οξέος και του αν ανέπτυξαν νόσο του Πάρκινσον ή όχι.