Πότε είναι ασφαλής η οδήγηση μετά από επέμβαση στο πόδι
Η οδήγηση αποτελεί καθημερινή συνήθεια για εκατομμύρια ανθρώπους και μοιραία επιθυμούν να επιστρέψουν σύντομα σε αυτήν όταν αρρωσταίνουν. Όταν όμως υποβάλλονται σε εγχειρήσεις στα πόδια, πρέπει να περιμένουν ικανό χρονικό διάστημα πριν ξαναπιάσουν τιμόνι στα χέρια τους.
Η ασφαλής οδήγηση αυτοκινήτου μετά από τραυματισμό ή χειρουργική επέμβαση στο πόδι έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών επιστημονικών μελετών τα τελευταία χρόνια. Οι ειδικοί έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα πως το πότε θα επιστρέψει ο ασθενής σε αυτήν, εξαρτάται από πολλούς παράγοντες.
«Αυτό που μετράμε αντικειμενικά είναι κυρίως ο χρόνος αντίδρασης για να πατήσει ο οδηγός το φρένο μπροστά σε κίνδυνο», εξηγεί ο ορθοπεδικός-χειρουργός Παναγιώτης Δ. Συμεωνίδης. «Κανονικά αυτός ο χρόνος πρέπει να είναι μικρότερος από 0,7 δευτερόλεπτα. Συγκρίνουμε λοιπόν ομάδες ασθενών με τον μέσο όρο από τυχαίο δείγμα οδηγών και ελέγχουμε πότε επιστρέφει ο χρόνος αντίδρασης σε αποδεκτά, ασφαλή επίπεδα».
Άλλες παράμετροι που λαμβάνονται υπ’ όψιν είναι:
- Η ένταση του φρεναρίσματος
- Η απόσταση από το σήμα κινδύνου μέχρι να ακινητοποιηθεί πλήρως το αυτοκίνητο
Τί σημαίνουν πρακτικά αυτά; «Σε περίπτωση, π.χ., χειρουργείου στον βλαισό μεγάλο δάκτυλο (κότσι), ο ασφαλής χρόνος επιστροφής στην οδήγηση είναι 6-8 εβδομάδες μετά την επέμβαση», λέει. «Ακόμα και σε απλές αρθροσκοπήσεις της ποδοκνημικής (αστραγάλου), ο ασθενής πρέπει να απέχει από την οδήγηση για τις πρώτες δύο εβδομάδες».
Αντίστοιχα, όταν ασθενής υποστεί κάταγμα αστραγάλου, απαιτούνται περίπου 3 εβδομάδες έπειτα από την έναρξη της μετεγχειρητικής βάδισης για να ανακτήσει το τραυματισμένο πόδι φυσιολογικό χρόνο αντίδρασης.
Η οδήγηση με γύψο, νάρθηκα
Σε περίπτωση τραυματισμού, πολλοί ασθενείς αγνοούν ή υποτιμούν την επίδραση που έχει στην οδήγηση η ακινητοποίηση του ποδιού με νάρθηκα.
«Οποιαδήποτε μορφή νάρθηκα ή γύψου πρακτικά καταργεί τη δυνατότητα ασφαλούς οδήγησης», τονίζει ο ειδικός. «Αυτό αφορά τόσο τους λειτουργικούς νάρθηκες (μοιάζουν με μπότες) με δυνατότητα κίνησης στον αστράγαλο (ποδοκνημική άρθρωση), όσο και τον κλασικό γύψο».
Μελέτες έχουν δείξει πως τα οχήματα με οδηγούς που φορούν οποιονδήποτε νάρθηκα στο πόδι, ακινητοποιούνται 2-3 μέτρα μακρύτερα απ’ ό,τι εκείνα με υγιείς οδηγούς.
Το ίδιο ισχύει για ασθενείς που υποβάλλονται σε εξωτερική οστεοσύνθεση. Κατ’ αυτήν τοποθετείται εξωτερικός μηχανισμός για να αντιμετωπιστούν ανοικτά κατάγματα ή να γίνει επιμήκυνση των οστών.
«Το μήνυμα είναι σαφές: κανείς δεν επιτρέπεται να οδηγεί με νάρθηκα», τονίζει ο Δρ. Συμεωνίδης.
Το είδος του τραυματισμού
Πολύ σημαντικός παράγοντας είναι και το είδος του τραυματισμού. Τα κατάγματα του αστραγάλου, της πτέρνας ή χαμηλά στην κνήμη, και ο τραυματισμός του Αχιλλείου τένοντα έχουν διαφορετικούς τρόπους θεραπείας. Επομένως έχουν και διαφορετικούς χρόνους αποκατάστασης.
«Η ρήξη του Αχίλλειου τένοντα απαιτεί κάποιας μορφής ακινητοποίηση του ποδιού», λέει ο Δρ. Συμεωνίδης. «Αυτό ισχύει είτε υποβληθεί ο ασθενής σε συντηρητική θεραπεία είτε σε χειρουργική επέμβαση. Οι ασθενείς αυτοί συνήθως φορτίζουν πλήρως το πόδι τους στις 6 εβδομάδες. Μπορούν όμως να οδηγήσουν κατά μέσο όρο μετά από 50 ημέρες».
Η οδήγηση είναι ακόμα πιο σημαντική σε ανθρώπους που έχουν προσθετικό μέλος έπειτα από ακρωτηριασμό. Οι συγκεκριμένοι ασθενείς, όμως, έχουν μεγαλύτερο χρόνο αντίδρασης και συνολικό χρόνο απόκρισης συγκριτικά με τα υγιή άτομα. Επιπλέον, ακόμη και το μη τραυματισμένο άκρο τους μπορεί να υπολείπεται σε ταχύτητα και κίνηση. Επομένως, η ανάκτηση της ικανότητας για οδήγηση μπορεί να είναι αληθινή πρόκληση.
Φάρμακα, άπνοια και ηλικία
Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας για ασφαλή οδήγηση είναι και τα φάρμακα που λαμβάνει ο ασθενής.
Τα οπιοειδή χρησιμοποιούνται συχνά για τον έλεγχο του πόνου σε μετεγχειρητικούς ασθενείς, καθώς και σε πρόσφατους τραυματίες στον άκρο πόδα. Στις συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες αυτών των αναλγητικών συμπεριλαμβάνονται:
- Ναυτία
- Καταστολή
- Πνευματική θόλωση
- Ζάλη
- Νοητική δυσλειτουργία.
Επιπλέον, υπάρχει συσχέτιση μεταξύ της χρήσης τέτοιων φαρμάκων και αυτοκινητιστικών ατυχημάτων, εξαιτίας της έκπτωσης των δυνατοτήτων των ασθενών να επεξεργάζονται οπτικές πληροφορίες.
Τις ίδιες επιπτώσεις έχουν και άλλες κατηγορίες φαρμάκων που δεν σχετίζονται απαραίτητα με τον τραυματισμό.
Εκτός από τα φάρμακα, σε αυξημένο κίνδυνο ατυχημάτων θέτει τους ασθενείς η αποφρακτική άπνοια ύπνου, εξαιτίας της υπνηλίας που προκαλεί στη διάρκεια της ημέρας. Το ίδιο και η προχωρημένη ηλικία, λόγω της έκπτωσης που επιφέρει σε νοητικές και σωματικές λειτουργίες.
«Όλοι αυτοί είναι μεταβλητοί παράγοντες που πρέπει να αξιολογούνται κατά περίπτωση, προκειμένου να επιτραπεί στους ασθενείς να οδηγήσουν ξανά», καταλήγει ο Δρ. Συμεωνίδης.