Η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) αναπτύσσεται «σιωπηρά» επί χρόνια και μόνο όταν καταστραφεί σημαντικό τμήμα των πνευμόνων αρχίζει ο ασθενής να έχει συμπτώματα, προειδοποιούν επιστήμονες από την Ελληνική Πνευμονολογική Εταιρεία (ΕΠΕ).
Η νόσος αποτελεί παγκοσμίως σημαντική αιτία νοσηρότητας και θνησιμότητας. Το 2019 έπασχαν από αυτήν περισσότερα από 212 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο. Κόστισε επίσης τη ζωή σε περισσότερα από 3,3 εκατομμύρια ανθρώπους.
Στη χώρα μας, υπολογίζεται ότι νοσούν σχεδόν 600.000 άτομα, αλλά περισσότεροι από τους μισούς ασθενείς (το 56%) δεν το γνωρίζουν.
Στο 90% των περιπτώσεων η ΧΑΠ οφείλεται στο κάπνισμα. Για τα υπόλοιπα περιστατικά ενοχοποιείται η ατμοσφαιρική ρύπανση στα αστικά κέντρα και η έκθεση σε χημικά σε ορισμένους χώρους εργασίας.
Τα στοιχεία αυτά παρέθεσαν μέλη της ΕΠΕ, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Χρόνιας Αποφρακτικής Πνευμονοπάθειας (16 Νοεμβρίου). Όπως εξήγησε ο πνευμονολόγος Γεώργιος Χειλάς, συντονιστής της Ομάδας ΧΑΠ της ΕΠΕ και επιμελητής Α’ ΕΣΥ στην 5η Πνευμονολογική Κλινική του Νοσοκομείου Σωτηρία, η ΧΑΠ συνήθως αναπτύσσεται επί 10-15 χρόνια, προκαλώντας ήπιες ενοχλήσεις που δεν ανησυχούν τους ασθενείς.
Η νόσος «αποφράσσει τους βρόγχους και καταστρέφει τους ιστούς των πνευμόνων», είπε. «Μόνο όταν καταστραφεί το 50-60% των πνευμόνων αρχίζει ο ασθενής να έχει ανησυχητικά συμπτώματα». Στα συμπτώματα αυτά συμπεριλαμβάνονται:
- Βήχας
- Απόχρεμψης (φλέγματα)
- Εύκολο λαχάνιασμα (δύσπνοια)
- Κρίσεις δύσπνοιας και λοίμωξης που συχνά οδηγούν στο νοσοκομείο
Καταστροφική η συνέχιση του καπνίσματος
Αν ο ασθενής εξακολουθήσει να αγνοεί αυτά τα συμπτώματα και συνεχίσει το κάπνισμα, επιτρέπει στη ΧΑΠ να εξελιχθεί περαιτέρω. Στην πιο προχωρημένη της μορφή, η νόσος εμποδίζει τον ασθενή να διεκπεραιώσει τις καθημερινές δουλειές του, να κοιμηθεί, να συμμετέχει σε οικογενειακές εκδηλώσεις και να έχει σεξουαλική ζωή. «Τελικώς, διάγει μία αναπηρική μορφή διαβίωσης, καθηλωμένος στο σπίτι, απόλυτα εξαρτημένος από την οικογένειά του και την παροχή οξυγόνου», τόνισε ο κ. Χειλάς.
Δυστυχώς, οι μισοί από τους ασθενείς στη χώρα μας, που γνωρίζουν ότι πάσχουν από τη νόσο, εξακολουθούν να καπνίζουν, είπε η συντονίστρια της ομάδας ΧΑΠ της ΕΠΕ Ανδριάνα Παπαϊωάννου, επίκουρη καθηγήτρια Πνευμονολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Οι Έλληνες με χρόνια αναπνευστική πνευμονοπάθεια είναι υπερδιπλάσιοι από τις Ελληνίδες. Το ποσοστό των πασχόντων μεταξύ των καπνιστών είναι 11,6% και μεταξύ των καπνιστριών 4,8%. Επιπλέον, η νόσος επηρεάζει περισσότερο τον αγροτικό πληθυσμό παρά τον αστικό.
Ιδιαίτερα επικίνδυνες οι λοιμώξεις
Εκτός από τους ήδη πάσχοντες, άλλο 1 εκατομμύριο άνδρες και γυναίκες στη χώρα μας βρίσκονται σε κίνδυνο να αναπτύξουν μελλοντικά τη νόσο, πρόσθεσε από την πλευρά του ο αντιπρόεδρος της ΕΠΕ Νίκος Τζανάκης, καθηγητής Πνευμονολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης.
«Η χρονική συγκυρία είναι ιδιαίτερη εφέτος. Όχι μόνο για τους ασθενείς που γνωρίζουν ότι πάσχουν, αλλά και για όσους πάσχουν και δεν το γνωρίζουν, καθώς και για τους περίπου 1.000.000 Έλληνες που βρίσκονται σε κίνδυνο να αναπτύξουν μελλοντικά τη νόσο», είπε. «Βρισκόμαστε μπροστά στον κίνδυνο νόσησης από μια πανσπερμία αναπνευστικών ιών. Ο κορωνοϊός και η γρίπη είναι μόνο δύο από αυτούς. Η νόσηση με κάποιον ή κάποιους από αυτούς τους ιούς μπορεί να εξελιχθεί επικίνδυνα ή και μοιραία για τους ασθενείς με ΧΑΠ».
Γι’ αυτό τον λόγο, πρόσθεσε, η ΕΠΕ καλεί τους ασθενείς να εμβολιαστούν πλήρως με όλα τα εμβόλια που συνιστώνται. Καλεί επίσης όλους τους καπνιστές ηλικίας άνω των 35 ετών να επισκεφθούν έναν πνευμονολόγο για:
- Να υποβληθούν σε σπιρομέτρηση
- Να εξεταστούν
- Να βοηθηθούν με ειδική παρέμβαση ώστε να διακόψουν το κάπνισμα
Φωτογραφία: iStock