Που να δώσετε το …σπέρμα σας!
Το Α και το Ω λοιπόν είναι η σωστή επιλογή εργαστηρίου. Όπως προκύπτει από μελέτη της Α΄ Ουρολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου «Γ. Γεννηματάς» της Θεσσαλονίκης και του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων,
οι εξετάσεις σπέρματος παρουσιάζουν ιδιαίτερα μεγάλες διακυμάνσεις ανάμεσα σε διαφορετικά εργαστήρια.
Αυτό το χαρακτηριστικό οφείλεται, σε μεγάλο ποσοστό, στην έλλειψη σωστού ποιοτικού ελέγχου ενός ανδρολογικού εργαστηρίου. Οι μετρήσεις των παραμέτρων του σπερμοδιαγράμματος είναι υποκειμενικές και τόσο η επιλογή της κατάλληλης μεθόδου, όσο και η ακρίβεια στην εφαρμογή της μπορεί να είναι καθοριστικές για το αποτέλεσμα των μετρήσεων.
Το πρώτο βήμα στο ανδρολογικό εργαστήριο, αφορά στον εσωτερικό ποιοτικό έλεγχο, ενώ στη συνέχεια πρέπει να ακολουθεί ο εξωτερικός ποιοτικός έλεγχος. Το επιστέγασμα της συγκεκριμένης προσπάθειας είναι πάντοτε η διασφάλιση της ποιότητας των αποτελεσμάτων. Στον εσωτερικό ποιοτικό έλεγχο, ο κάθε τεχνολόγος αξιολογεί τον εαυτό του με μετρήσεις, που πρέπει να περιλαμβάνουν τη μέτρηση του αριθμού των σπερματοζωαρίων, τη μέτρηση της κινητικότητάς τους και τη μέτρηση της μορφολογίας. Η διακύμανση αυτών των τιμών πρέπει να βρίσκεται μέσα σε συγκεκριμένα όρια, ώστε οι τιμές να γίνονται αποδεκτές. Εάν σε ένα εργαστήριο απασχολούνται πολλά άτομα, τότε πρέπει να ελέγχεται και η διακύμανση των μετρήσεων μεταξύ των διαφορετικών ατόμων. Ο στόχος είναι να μη διαφοροποιείται το αποτέλεσμα της εξέτασης ανάλογα με τον τεχνολόγο που διενεργεί την εξέταση.
Στον εξωτερικό ποιοτικό έλεγχο, οι μετρήσεις ενός δείγματος από ένα εργαστήριο συγκρίνονται με τις μετρήσεις του ίδιου δείγματος από άλλα εργαστήρια. Για το σκοπό αυτόν, το εργαστήριο πρέπει να συμμετέχει σε κάποιο οργανωμένο σύστημα εξωτερικού ποιοτικού ελέγχου. Και πάλι, η διακύμανση μεταξύ των τιμών πρέπει να κινείται μέσα σε στενά όρια, ώστε οι μετρήσεις να είναι αποδεκτές.
Στο επιστέγασμα αυτής της προσπάθειας βρίσκεται η διασφάλιση της ποιότητας των αποτελεσμάτων, που εξασφαλίζει στον ασθενή ορθή αντιμετώπιση του προβλήματος της υπογονιμότητας.