Iatropedia

Προστάτης: Τι είναι η θεραπεία με ατμό και σε ποιες περιπτώσεις εφαρμόζεται

Ο ατμός διοχετεύεται σε συγκεκριμένα σημεία του προστάτη. Πόσο αποτελεσματική είναι η θεραπεία. Σε ποιες περιπτώσεις ενδείκνυται. Ποια είναι τα πλεονεκτήματα και ποια τα μειονεκτήματά της.

Η καλοήθης υπερπλασία του προστάτη (ο «προστάτης», όπως την αποκαλούν οι ασθενείς) είναι ένα από τα συχνότερα ουρολογικά προβλήματα που αναπτύσσουν οι άνδρες καθώς μεγαλώνουν. Μία από τις νεότερες τεχνικές για την αντιμετώπισή της είναι η θεραπεία με ατμό.

Η θεραπεία αυτή έχει αποδειχθεί ότι μειώνει αποτελεσματικά τον περιττό προστατικό ιστό, ενώ ενέχει μικρό κίνδυνο παρενεργειών. Οι ασθενείς αναφέρουν επίσης βελτιωμένη ποιότητα ζωής και μηδαμινό κίνδυνο στυτικής δυσλειτουργίας.

«Η καλοήθης υπερπλασία είναι η μη καρκινική διόγκωση του προστάτη αδένα. Η ανάπτυξή της έχει ως συνέπεια να ασκείται πίεση στην ουρήθρα, τον «σωλήνα» που διοχετεύει τα ούρα από την ουροδόχο κύστη. Η ουρήθρα διέρχεται μέσα από τον προστάτη και έτσι όσο αυτός διογκώνεται, τόσο αυτή πιέζεται», εξηγεί ο χειρουργός-ουρολόγος δρ Ηρακλής Πούλιας, διευθυντής της Β’ Ουρολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου Μητέρα – Ομίλου ΥΓΕΙΑ, τ. πρόεδρος της Ελληνικής Ουρολογικής Εταιρείας.

Διαβάστε ακόμα Προστάτης: Οι κίνδυνοι από τις καθυστερήσεις στη θεραπεία

Προστάτης: Πώς αντιμετωπίζεται η μεγάλη διόγκωση με λέιζερ. Τι πρέπει να γνωρίζουμε

Στα πρώτα στάδιά της, η καλοήθης υπερπλασία του προστάτη δεν προκαλεί συμπτώματα. Σταδιακά όμως οι ασθενείς εκδηλώνουν προβλήματα λόγω της συμπίεσης της ουρήθρας. Μπορεί λ.χ. να έχουν:

«Η θεραπεία της καλοήθους υπερπλασίας έχει ως στόχο την άμβλυνση των συμπτωμάτων των ασθενών», εξηγεί ο κ. Πούλιας. «Στην ήπια έως μέτρια καλοήθη υπερπλασία του προστάτη συνήθως αρκεί η χορήγηση ειδικής φαρμακευτικής αγωγής. Όταν όμως τα συμπτώματα γίνονται σοβαρά ή ο οργανισμός του ασθενούς δεν ανταποκρίνεται στα φάρμακα, συχνά χρειάζεται κάποια πιο επεμβατική θεραπεία».

Πως γίνεται η θεραπεία

Η καλοήθης υπερπλασία του προστάτη μπορεί να αντιμετωπιστεί με διάφορες επεμβατικές και λιγότερο επεμβατικές μεθόδους. Ο καυτός ατμός είναι, όπως προαναφέρθηκε, μία από τις νεότερες. Ο ατμός χρησιμοποιείται για να καταστραφεί ο διογκωμένος προστατικός ιστός (λέγεται αδένωμα) και να απελευθερωθεί η ουρήθρα.

Κατά τη θεραπεία, ο ιατρός εισάγει μέσω της ουρήθρας στον προστάτη μία βελόνα, που διοχετεύει για λίγα δευτερόλεπτα καυτό ατμό (φτάνει σε θερμοκρασία 100 βαθμών Κελσίου) σε έκταση περίπου 2 εκατοστών. Η διαδικασία επαναλαμβάνεται σε τέσσερα έως έξι επιλεγμένα σημεία του λοβού του προστάτη.

Ο ατμός καταστρέφει τα σημεία του προστατικού ιστού που αγγίζει. Το αποτέλεσμα είναι να συρρικνώνεται ο περιττός προστατικός ιστός και να αποσυμπιέζεται η ουρήθρα.

Μετά το πέρας της θεραπείας, τοποθετείται στον ασθενή καθετήρας για 3-4 ημέρες και σπανίως για πάνω από 10 ημέρες, διότι ο προστάτης έχει αναπτύξει οίδημα (πρήξιμο) που εντείνει τα συμπτώματά του. Οι περισσότεροι ασθενείς, όμως, επιστρέφουν στις φυσιολογικές δραστηριότητές τους εντός λίγων ημερών.

Δεν είναι ριζική θεραπεία

«Με τη θεραπεία αυτή δεν αφαιρούμε τεμάχια ιστού από τον προστάτη, επομένως δεν μπορεί να γίνει βιοψία», τονίζει ο κ. Πούλιας. «Επιπλέον, δεν είναι ριζική θεραπεία αλλά παροδική, διότι δεν αφαιρούμε τον προστάτη. Αυτό σημαίνει πως η καλοήθης υπερπλασία του προστάτη μπορεί να υποτροπιάσει μετά από εύλογο χρονικό διάστημα».

Πόσο είναι αυτό; Εξαρτάται από κάθε ασθενή ξεχωριστά και από το αρχικό μέγεθος του προστάτη του. «Έχουμε ασθενείς που χρειάσθηκαν επανάληψη της θεραπείας μετά από 1-2 χρόνια και άλλους που δεν είχαν πρόβλημα για 4 ή και για 5 χρόνια», λέει ο κ. Πούλιας.

Η θεραπεία με ατμό για την καλοήθη υπερπλασία του προστάτη γίνεται με τοπική αναισθησία και διαρκεί λιγότερο από 15 λεπτά. Δεν χρειάζεται νοσηλεία στο νοσοκομείο, ενώ η αποτελεσματικότητά της είναι ιδιαιτέρως υψηλή. Μελέτες δείχνουν ότι το 90-95% των ανδρών που υποβάλλονται σε αυτήν παρουσιάζουν σημαντική μείωση έως εξαφάνιση των συμπτωμάτων τους.

Οι πιθανές παρενέργειες

Πολύ σημαντικό είναι επίσης το γεγονός ότι η μέθοδος έχει λίγες παρενέργειες. «Η καλοήθης υπερπλασία του προστάτη αντιμετωπίζεται με διάφορες χειρουργικές μεθόδους, οι πιθανές παρενέργειες των οποίων εξαρτώνται από το είδος της επέμβασης», εξηγεί ο κ. Πούλιας. «Συνήθως συμπεριλαμβάνουν ουρολοιμώξεις, αιμορραγία, παλίνδρομη εκσπερμάτιση, στυτική δυσλειτουργία και, σπανιότερα,  απώλεια του ελέγχου της ουροδόχου κύστεως».

Πολλές από αυτές τις παρενέργειες πηγάζουν από τη βλάβη κατά τη διάρκεια της επέμβασης των ανατομικών δομών και νεύρων, που περιβάλλουν τον προστάτη αδένα.

Με τη θεραπεία με ατμό ο κίνδυνος τραυματισμού αυτών των δομών είναι μηδαμινός, διότι ο ατμός που διοχετεύεται, δεν κατευθύνεται πάνω τους. «Εξακολουθεί όμως να υπάρχει κίνδυνος λοίμωξης», υπογραμμίζει ο ειδικός. «Επιπλέον, όπως προαναφέρθηκε, η υπερπλασία θα υποτροπιάσει κάποια στιγμή. Θα χρειασθεί επίσης λίγος καιρός έως ότου ομαλοποιηθεί η ούρηση (στην αρχή ο ασθενής έχει έντονα ερεθιστικά ενοχλήματα λόγω του οιδήματος)».

Στην πραγματικότητα, «οι περισσότεροι ασθενείς βλέπουν αισθητή βελτίωση της ροής των ούρων τους μέσα σε δύο-τρεις εβδομάδες, ενώ η βελτίωση συνεχίζεται επί σχεδόν τρεις μήνες, με τα συμπτώματά τους να υποχωρούν συχνά πλήρως ή σχεδόν πλήρως», προσθέτει.

Για ποιες περιπτώσεις είναι κατάλληλη

Η θεραπεία με ατμό ενδείκνυται μόνο για την καλοήθη υπερπλασία του προστάτη και όχι όταν υπάρχει υπόνοια καρκίνου, κατά τον κ. Πούλια. Είναι επίσης ιδιαιτέρως κατάλληλη στους ασθενείς με σοβαρά συμπτώματα από την ούρηση και σοβαρές συννοσηρότητες (π.χ. καρδιοαναπνευστική ανεπάρκεια), οι οποίοι δεν μπορούν να υποβληθούν σε αναισθησία.

Ενδείκνυται επίσης σε ασθενείς οι οποίοι θέλουν να καταπραΰνουν τα συμπτώματά τους με διατήρηση της φυσιολογικής εκσπερμάτισης. Οι ασθενείς πρέπει να είναι άνω των 50 ετών. Πρέπει επίσης να έχουν όγκο προστάτη 30-80 κυβικά εκατοστά (ο φυσιολογικός όγκος του αδένα είναι τα 20-25 κυβικά εκατοστά).

«Η θεραπεία με ατμό δεν είναι πανάκεια για την καλοήθη υπερπλασία του προστάτη. Όπως συμβαίνει με όλες τις άλλες τεχνικές, είναι κι αυτή μία μέθοδος με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά της. Η επιλογή της είναι εξατομικευμένη. Η απόφαση λαμβάνεται κατά τη συζήτηση του ασθενούς με τον θεράποντα ιατρό», καταλήγει ο κ. Πούλιας.

Φωτογραφία: iStock