Ραγοειδίτιδα: Τι είναι η φλεγμονή στο μάτι που απείλησε την όραση της Mel B
Πριν από λίγες εβδομάδες, έγινε γνωστό ότι η διάσημη τραγουδίστρια Mel B μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο νοσοκομείο επειδή είχε σοβαρό πρόβλημα με τα μάτια της: δεν έβλεπε καθόλου από το δεξιό και είχε θολώσει η όρασή της από το αριστερό.
Όπως ανακοίνωσε το πρώην μέλος του συγκροτήματος Spice Girls στους θαυμαστές της, διαγνώστηκε με ιρίτιδα στο ένα μάτι και ραγοειδίτιδα στο άλλο. Παρότι, φοβήθηκε ότι η απώλεια της όρασής της ήταν μόνιμη, οι γιατροί την διαβεβαίωσαν πως με την κατάλληλη θεραπεία θα αναρρώσει σε 3-4 μήνες.
Τί είναι αυτές οι δύο παθήσεις και πως μπορεί να προκαλέσουν μόνιμη βλάβη στην όραση; Όπως εξηγεί ο χειρουργός-οφθαλμίατρος Δρ. Αναστάσιος-Ιωάννης Κανελλόπουλος, καθηγητής Οφθαλμολογίας του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, πρόκειται για δύο αλληλένδετες παθήσεις, αφού η μία αποτελεί υποκατηγορία της άλλης.
«Η ραγοειδίτιδα είναι φλεγμονή στον ραγοειδή χιτώνα, δηλαδή στο μεσαίο από τα τρία στρώματα από τα οποία αποτελείται το μάτι», λέει. «Ο ραγοειδής χιτώνας βρίσκεται ανάμεσα στον ινώδη χιτώνα (το εξωτερικό στρώμα του ματιού) και τον αμφιβληστροειδή χιτώνα (βρίσκεται βαθιά μέσα στο μάτι). Δεν είναι μία ενιαία δομή, αλλά αποτελείται από επιμέρους. Σε αυτές συμπεριλαμβάνεται η ίριδα, δηλαδή ο έγχρωμος δακτύλιος γύρω από την κόρη του ματιού. Όταν η φλεγμονή της ραγοειδίτιδας εντοπίζεται στην ίριδα, αποκαλείται ιρίτιδα ή πρόσθια ραγοειδίτιδα».
Συμπτώματα
Τα συμπτώματα της ραγοειδίτιδας συχνά εκδηλώνονται απότομα και μπορεί να επιδεινωθούν γρήγορα. Μερικές φορές, όμως, η εκδήλωσή τους γίνεται σταδιακά, σε διάστημα πολλών ημερών ή και εβδομάδων ακόμα.
Η ραγοειδίτιδα μπορεί να εκδηλωθεί στο ένα μάτι ή και τα δύο. Στα ύποπτα συμπτώματα συμπεριλαμβάνονται:
- Κοκκίνισμα και πόνος των ματιών
- Ευαισθησία στο φως
- Θολή όραση
- Εμφάνιση μαύρων κηλίδων που αιωρούνται στο οπτικό πεδίο
- Μειωμένη όραση.
«Η ραγοειδίτιδα συνήθως προσβάλλει ανθρώπους αναπαραγωγικής ηλικίας (20-50 ετών). Μπορεί όμως να εκδηλωθεί και σε παιδιά», τονίζει ο Δρ Κανελλόπουλος.
Αιτίες
Στις μισές περίπου περιπτώσεις, η αιτία της ραγοειδίτιδας παραμένει ασαφής. Εάν καταστεί δυνατό να βρεθεί μία αιτία, συνήθως είναι:
- Τραυματισμός ή εγχείρηση στο μάτι
- Λοιμώξεις (όπως ο έρπης ζωστήρας, η σύφιλη, η τοξοπλάσμωση, η φυματίωση κ.λπ.)
- Κάποια αυτοάνοση πάθηση (π.χ. σαρκοείδωση, αγκυλοποιητική σπονδυλαρθρίτιδα, ψωριασική αρθρίτιδα)
- Κάποια φλεγμονώδης πάθηση (π.χ. νόσος Crohn, ελκώδης κολίτιδα)
- Ένας καρκίνος που προσβάλλει τα μάτια (π.χ. λέμφωμα).
Οι παθήσεις αυτές άλλοτε αυξάνουν τον κίνδυνο ραγοειδίτιδας επειδή εξασθενούν το ανοσοποιητικό (π.χ. καρκίνος) και άλλοτε επειδή αυξάνουν τον κίνδυνο συσσώρευσης φλεγμονωδών ουσιών στο μάτι (π.χ. σαρκοείδωση).
Η ραγοειδίτιδα μπορεί να είναι οξεία ή χρόνια. Η οξεία εκδηλώνεται απότομα, σε διάστημα λίγων ωρών ή ημερών. Στη χρόνια ραγοειδίτιδα τα συμπτώματα αναπτύσσονται βαθμιαία ή διαρκούν περισσότερο από έξι εβδομάδες.
Έτσι, ένα δυνατό κτύπημα στο μάτι, ένας διεισδυτικός τραυματισμός ή το έγκαυμα από χημικά ή φωτιά μπορεί να προκαλέσει οξεία πρόσθια ραγοειδίτιδα, δηλαδή ιρίτιδα.
Την ίδια κατάληξη μπορεί να έχει ο έρπης ζωστήρας στο πρόσωπο ή η γενετική προδιάθεση για την εκδήλωση ορισμένων αυτοάνοσων παθήσεων. Τα παιδιά με ρευματοειδή αρθρίτιδα, λ.χ., μπορεί να εκδηλώσουν χρόνια ιρίτιδα.
Παράγοντες κινδύνου και επιπλοκές
Εκτός από την γενετική προδιάθεση στην ανάπτυξη αυτοάνοσων παθήσεων, ένας άλλος ισχυρός παράγοντας κινδύνου για ραγοειδίτιδα και ιρίτιδα είναι το κάπνισμα. Μερικά φάρμακα, εξάλλου, όπως ορισμένα αντιβιοτικά και αντιρετροϊκά (για την HIV/AIDS λοίμωξη) μπορεί να αυξάνουν τον κίνδυνο εκδηλώσεως ιρίτιδας.
«Η ραγοειδίτιδα είναι σοβαρή κατάσταση. Αν καθυστερήσει η θεραπεία μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές επιπλοκές που φθάνουν έως την μόνιμη απώλεια της οράσεως», τονίζει ο Δρ. Κανελλόπουλος. «Ειδικότερα, στις πιθανές επιπλοκές της συμπεριλαμβάνονται γλαύκωμα, καταρράκτης, βλάβη στο οπτικό νεύρο, αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς και μόνιμη απώλεια της όρασης».
Η χρόνια ιρίτιδα μπορεί επιπλέον να οδηγήσει σε παραμόρφωση της ίριδας εξαιτίας του ουλώδους ιστού που σχηματίζεται. Μπορεί επίσης να οδηγήσει σε συσσώρευση ιζημάτων ασβεστίου στον κερατοειδή (είναι ο επιφανειακός χιτώνας του ματιού), με συνέπεια την εκφύλισή του και την μείωση της όρασης.
Τέλος, μπορεί να προκαλέσει οίδημα στον αμφιβληστροειδή χιτώνα και τη δημιουργία κύστεων στην επιφάνειά του. Οι εκδηλώσεις αυτές μπορεί να θολώσουν ή να μειώσουν την κεντρική όραση.
Διάγνωση και θεραπεία
Ευτυχώς, οι επιπλοκές μπορούν να αποτραπούν με την έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία. Η διάγνωση γίνεται με κλινική εξέταση, έλεγχο της οπτικής οξύτητας και αξιολόγηση του βυθού του ματιού. Εάν τεθούν υπόνοιες για ραγοειδίτιδα, ο οφθαλμίατρος μπορεί να ζητήσει ανάλυση υγρού από το μάτι.
Μπορεί ακόμα να ζητήσει γενικές εξετάσεις αίματος ή/και διαγνωστικές εξετάσεις, για να ελέγξει για τυχόν συστηματική νόσο.
Εάν η αιτία είναι κάποιο υποκείμενο πρόβλημα υγείας, η αντιμετώπισή του θα βελτιώσει και τη φλεγμονή στο μάτι. Ο ασθενής μπορεί επίσης να χρειασθεί αγωγή:
- Με αντιφλεγμονώδες κολλύριο (π.χ. κορτικοστεροειδές)
- Με κολλύρια που καταπολεμούν βακτήρια ή ιούς
Αν η ραγοειδίτιδα προσβάλλει και τα δύο μάτια, δεν ανταποκρίνεται στα κορτικοστεροειδή ή γίνει τόσο σοβαρή ώστε απειλεί την όραση, ο γιατρός μπορεί να συστήσει ανοσοκατασταλτικά φάρμακα.
Σε σπάνιες περιπτώσεις συνιστάται χειρουργική επέμβαση για να αφαιρεθεί υγρό από το μάτι ή για να τοποθετηθεί ειδική συσκευή συνεχούς χορήγησης κορτικοστεροειδών.
«Η ταχύτητα της ανάρρωσης εξαρτάται από το τμήμα του ραγοειδούς χιτώνα που έχει προσβληθεί και από τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων», τονίζει ο Δρ. Κανελλόπουλος. «Η ραγοειδίτιδα που εντοπίζεται βαθιά μέσα στο μάτι θεραπεύεται με πιο αργό ρυθμό απ’ ό,τι η επιφανειακή ραγοειδίτιδα, δηλαδή η ιρίτιδα. Αντίστοιχα, η σοβαρή φλεγμονή χρειάζεται περισσότερο καιρό για να υποχωρήσει απ’ ό,τι η μέτρια. Το σίγουρο είναι πως έως ότου αναρρώσει πλήρως ο ασθενής, πρέπει να υποβάλλεται τακτικά σε επανέλεγχο από τον οφθαλμίατρο για να παρακολουθεί την πορεία του και την αποτελεσματικότητα της αγωγής που του έχει συστήσει».
Όποιος, τέλος, έχει πάθει μία φορά ραγοειδίτιδα, διατρέχει αυξημένο κίνδυνο υποτροπής, ακόμα κι αν η αρχική θεραπεία ήταν επιτυχημένη, καταλήγει ο ειδικός.