Οι μέχρι τώρα εκτιμήσεις των κρατών για το ποσοστό των θανάτων των ασθενών μετά από τις διάφορες χειρουργικές επεμβάσεις υποεκτιμούν τα πραγματικά δεδομένα, σύμφωνα με την πρώτη μεγάλης κλίμακας μελέτη του είδους της στην Ευρώπη, που ανέλυσε την μετεγχειρητική έκβαση των σχετικών νοσοκομειακών επεμβάσεων.
Η έρευνα με την ονομασία «European Surgical Outcomes Study» (EuSOS), με επικεφαλής τον Ρούπερτ Πιρς του πανεπιστημίου Queen Mary του Λονδίνου, που δημοσιεύθηκε σε ειδικό τεύχος του έγκριτου ιατρικού περιοδικού «The Lancet», το οποίο είναι αφιερωμένο στη χειρουργική, μελέτησε περισσότερους από 46.000 θανάτους ασθενών μετά από επεμβάσεις σε 500 νοσοκομεία 28 ευρωπαϊκών χωρών. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι μετεγχειρητικοί θάνατοι από οποιαδήποτε αιτία διαμορφώνονται κατά μέσο όρο σε ποσοστό 4%, που είναι υπερδιπλάσιο σε σχέση με τις προηγούμενες εκτιμήσεις.
Η θνησιμότητα διαφέρει σημαντικά από χώρα σε χώρα, με καλύτερη την Ισλανδία (ποσοστό θανάτων 1,2%) και χειρότερη τη Λετονία (21,5%). Σε χώρες με πολύ ανεπτυγμένο ιατρικό σύστημα όπως η Βρετανία, η θνησιμότητα κινείται στο 3,6%, πολύ πάνω από την προηγούμενη εκτίμηση που ήταν το 1%.
Εκτός από τη Λετονία, τον μεγαλύτερο κίνδυνο να πεθάνουν μετά από ένα χειρουργείο, έχουν οι ασθενείς στην Πολωνία και τη Ρουμανία, ενώ ειδικότερα στη Δυτική Ευρώπη μεγαλύτερος εμφανίζεται ο κίνδυνος στην Ιρλανδία και την Ιταλία.
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι η διαθεσιμότητα ελεύθερων κλινών στις μονάδες εντατικής θεραπείας των νοσοκομείων παίζει κρίσιμο ρόλο για τη βελτίωση των πιθανοτήτων επιβίωσης του ασθενούς μετά από μία χειρουργική επέμβαση, όπως βεβαίως και οι ικανότητες των χειρούργων.
Σε μια άλλη επιστημονική μελέτη, στο ίδιο ιατρικό περιοδικό, με επικεφαλής τον Ντανιέλ Μπέινμπριτζ του καναδικού πανεπιστημίου του Δυτικού Οντάριο, διαπιστώθηκε ότι η επιβίωση των ασθενών μετά από γενική αναισθησία και εντός 48ώρου μετά από τη χειρουργική επέμβαση, έχει βελτιωθεί σημαντικά σε παγκόσμιο επίπεδο κατά τα τελευταία 50 χρόνια.
Η μελέτη (μετα-ανάλυση) αξιολόγησε 87 έρευνες που καλύπτουν χρονικό διάστημα άνω των έξι δεκαετιών και αφορούν πάνω από 21,4 εκατ. επεμβάσεις με γενική αναισθησία σε όλο τον κόσμο. Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι, παρόλο που σήμερα γίνονται περισσότερες υψηλού κινδύνου και πιο πολύπλοκες επεμβάσεις από ό,τι στο παρελθόν, η πιθανότητα θανάτου του ασθενούς μετά από γενική αναισθησία έχει μειωθεί δραστικά κατά περίπου 90%, από 357 θανάτους ανά εκατομμύριο στη δεκαετία του ’70 σε μόλις 34 ανά εκατομμύριο στη δεκαετία του ’90.
Κατά την ίδια περίοδο, ο κίνδυνος θανάτου από οποιαδήποτε αιτία κατά το επόμενο 48ωρο μετά το χειρουργείο έχει μειωθεί κατά περίπου 88%, από 10.603 ανά εκατομμύριο στη δεκαετία του ’70 σε 1.176 ανά εκατομμύριο στη δεκαετία του ’90. Η τάση μείωσης ήταν αισθητή τόσο στις ανεπτυγμένες, όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες, κυρίως όμως στις πρώτες. Οι μετεγχειρητικοί θάνατοι στις πιο φτωχές χώρες παραμένουν δύο έως τρεις φορές συχνότεροι σε σχέση με τις πιο πλούσιες.
Όπως δήλωσε ο Μπέινμπριτζ, «μολονότι η θνησιμότητα μετά από αναισθησία παραμένει χαμηλή σε σχέση με τους θανάτους από τροχαία ή αυτοκτονίες, είναι ακόμα υψηλή σε σύγκριση με τους θανάτους από αεροπορικά δυστυχήματα».