Σκλήρυνση κατά πλάκας: Ο ρόλος της έγκαιρης διάγνωσης και της αποτελεσματικής θεραπευτικής παρέμβασης στην αντιμετώπιση της νόσου

  • Μιχάλης Θερμόπουλος
Σκλήρυνση κατά πλάκας
Η σκλήρυνση κατά πλάκας (ΣΚΠ) είναι χρόνια, αυτοάνοση νόσος του κεντρικού νευρικού συστήματος, η οποία προσβάλλει περίπου 2,5 εκατομμύρια άτομα παγκοσμίως, συχνότερα γυναίκες, και αποτελεί μία από τις  συνηθέστερες αιτίες νευρολογικής αναπηρίας σε άτομα νεαρής και μέσης ηλικίας.

Η ευαισθητοποίηση και η ενημέρωση του κοινού για τα πρώτα συμπτώματα της νόσου  αποτελεί σημαντικό παράγοντα τόσο για την έγκαιρη διάγνωση, όσο και για την έγκαιρη έναρξη θεραπείας. Παρ’ όλο που δεν υπάρχει ριζική ίαση, πολυάριθμα ανοσοτροποποιητικά φάρμακα είναι πλέον διαθέσιμα για την αντιμετώπιση των ασθενών με ΣΚΠ.  Η έγκαιρη έναρξη θεραπείας επιβραδύνει την εξέλιξη της αναπηρίας σε ασθενή με υποτροπιάζουσα ΣΚΠ και μειώνει τον κινδύνο εδραίωσης της νόσου σε ασθενή με πρώτο απομυελινωτικό επεισόδιο. Όμως, το σημαντικότερο γεγονός μετά τη διάγνωση της ΣΚΠ είναι η σωστή ενημέρωση σχετικά με την ασθένεια και η καλή σχέση με τον θεράποντα γιατρό. Ο ασθενής πρέπει να ενημερωθεί για την απρόβλεπτη και κυμαινόμενη φυσική πορεία της νόσου, αλλά και για την ύπαρξη σύγχρονων θεραπειών που ελέγχουν αποτελεσματικά τα συμπτώματά της.

Οι διαθέσιμες θεραπείες διακρίνονται σε πρώτης, δεύτερης και τρίτης επιλογής.

  1. Οι θεραπείες πρώτης επιλογής είναι ενέσιμες (ιντερφερόνες, οξική γλατιραμέρη) και από του στόματος (τεριφλουναμίδη, φουμαρικός διμεθυλεστέρας).
  2. Οι θεραπείες δεύτερης επιλογής είναι η φιγκολιμόδη (από του στόματος) και η ναταλιζουμάμπη (ενδοφλέβια).
  3. Οι θεραπείες τρίτης επιλογής είναι η αλεμτουζουμάμπη και η μιτοξανδρόνη (ενδοφλέβιες).

Οι θεραπείες πρώτης επιλογής πρέπει να χορηγούνται άμεσα με τη διάγνωση, με στόχο την αναστολή ή την επιβράδυνση της εξέλιξής της νόσου. Στους ασθενείς με επιθετική νόσο από τα αρχικά στάδια προτείνεται έναρξη αγωγής με θεραπεία 2ης επιλογής (φιγκολιμόδη ή ναταλιζουμάμπη). Εναλλακτικά μπορεί να χορηγηθεί και αλεμτουζουμάμπη σε πολύ επιθετικές μορφές της ασθένειας.

Οι ασθενείς των οποίων η νόσος δεν ελέγχεται με θεραπεία πρώτης επιλογής, οφελούνται περισσότερο με θεραπεία μεγαλύτερης αποτελεσματικότητας. Η αλλαγή σε άλλη θεραπεία 1ης επιλογής ενδείκνυται κυρίως για λόγους ασφάλειας, ανοχής και συμμόρφωσης. Τα κριτήρια για την έλλειψη ανταπόκρισης στη θεραπεία είναι οι κλινικές υποτροπές, η αύξηση της αναπηρίας και οι νέες βλάβες στην μαγνητική τομογραφία. Η παρουσία, κατά το πρώτο έτος θεραπείας, τουλάχιστον δύο εκ των τριών αυτών παραμέτρων επιτρέπει την διάκριση των ασθενών που διατρέχουν σημαντικό κίνδυνο επιδείνωσης την επόμενη 5ετία. Επιπλέον, οι υποτροπές στα αρχικά στάδια της νόσου σχετίζονται με μελλοντική εξέλιξη της αναπηρίας. Είναι αξιοσημείωτο ότι η παρουσία και μόνο νέων εστιών στη μαγνητική τομογραφία προτείνεται ολοένα και συχνότερα ως προγνωστικός δείκτης αποτυχίας της θεραπείας, γεγονός που μπορεί να επηρεάσει τις θεραπευτικές επιλογές πριν παρουσιαστούν υποτροπές ή επιδείνωση της αναπηρίας. Επομένως, οι θεραπείες δεύτερης επιλογής πρέπει να χορηγούνται γρήγορα εφόσον θεωρηθεί ότι η προηγούμενη θεραπεία έχει αποτύχει, ώστε να αποτραπεί η επιδείνωση της αναπηρίας και η προοδευτική εξέλιξη της νόσου, για την οποία οι θεραπευτικές επιλογές είναι περιορισμένες.

Στο νοσοκομείο μας (Αιγινήτειο), στην Α΄Νευρολογική Κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών, λειτουργεί εξιδεικευμένο τμήμα απομυελινωτικών νοσημάτων δυναμικότητας 12 κλινών, στο οποίο νοσηλεύονται αποκλειστικά ασθενείς για διερεύνηση πιθανής απομυελινωτικής νόσου, καθώς και ασθενείς με διαγνωσμένη νόσο για την αντιμετώπιση σοβαρών υποτροπών και για την έναρξη ή αλλαγή θεραπείας.  Εκτός αυτού λειτουργεί και τμήμα βραχείας νοσηλείας (ημερήσιας), για την αντιμετώπιση ήπιων υποτροπών και τη χορήγηση ενδοφλέβιων θεραπειών για τη ΣΚΠ.

Συμπεράσματα

Η έγκαιρη διάγνωση και έναρξη θεραπείας αποτελούν σημαντικούς παράγοντες για την αποτελεσματική αντιμετώπισή της νόσου. Σημαντική είναι επίσης και η έγκαιρη εκτίμηση της ανεπαρκούς ανταπόκρισης στις θεραπείες 1ης επιλογής, αν και προς το παρόν δεν υπάρχει ομοφωνία ως προς τα κλινικά και ακτινολογικά κριτήρια που χρησιμοποιούνται. Μελλοντικά η ανεύρεση βιοδεικτών και η φαρμακογενετική ενδέχεται να οδηγήσουν στην εξατομίκευση της θεραπείας. Πάντως, σε όλα τα στάδια της νόσου, η αμοιβαία σχέση εμπιστοσύνης και η στενή συνεργασία θεράποντα γιατρού-ασθενούς είναι σημαντική για την καλύτερη αντιμετώπισή της.

Ανδρεάδου Ελισάβετ

Επίκουρη Καθηγήτρια Νευρολογίας

Α’ Νευρολογική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών

Τμήμα Απομυελινωτικών Νοσημάτων

Αιγινήτειο Νοσοκομείο