Stress Echo για γρήγορη και ανώδυνη διάγνωση καρδιολογικών προβλημάτων
Μελέτες έχουν καταδείξει ότι το συγκεκριμένο τεστ παρέχει πολύτιμες πληροφορίες που θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους γιατρούς να προβλέψουν μελλοντικά θανατηφόρα καρδιακά επεισόδια.
«Η δυναμική ηχωκαρδιογραφία (stress echo) έχει ιδιαίτερα υψηλή διαγνωστική αξία. Η διενέργειά της έχει ως σκοπό τη μελέτη της συμπεριφοράς της καρδιάς, σε συνθήκες άσκησης -όταν δηλαδή “στρεσάρεται” και αυξάνονται οι απαιτήσεις της σε οξυγόνο- και τον έλεγχο της πιθανής μείωσης της ροής του αίματος στο μυοκάρδιο, η οποία προκαλείται από στένωση των αρτηριών.
Πραγματοποιείται σε υποψία καρδιολογικού προβλήματος, σε περίπτωση αποτυχίας ή αδυναμίας υποβολής του ασθενή σε τεστ κοπώσεως, είτε λόγω προχωρημένης ηλικίας, είτε λόγω άλλων προβλημάτων υγείας, όπως για παράδειγμα Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια, αλλά και ως αρχική εξέταση σε ορισμένες περιπτώσεις.
Πρόκειται για μια ανώδυνη εξέταση που πραγματοποιείται με ενδοφλέβια χορήγηση φαρμάκου, που αυξάνει τον καρδιακό ρυθμό», μας εξηγεί ο καρδιολόγος κ. Ιωάννης Τσοποτός, συνεργάτης Ιατρός του Ιδιωτικού Πολυϊατρείου
Ηλιούπολης.
Η εξέταση επιτρέπει στους καρδιολόγους τον πιο ενδελεχή έλεγχο της καρδιάς και αποτελεί ένα ισχυρό όπλο για την πρόληψη της στεφανιαίας νόσου, τα ποσοστά της οποίας διαρκώς αυξάνονται στο δυτικό κόσμο. Η συγκεκριμένη νόσος ευθύνεται για πολλές άλλες, δυνητικά θανατηφόρες παθήσεις, όπως η καρδιακή ανεπάρκεια. Η ανάπτυξή της οφείλεται κυρίως στην αθηροσκλήρυνση, κατά την οποία αναπτύσσονται αθηρωματώδεις πλάκες στις αρτηρίες, οδηγώντας σε στένωση του αυλού του αγγείου, οπότε προκύπτει ανεπαρκής αιμάτωση της καρδιάς και τελικά καρδιακή ισχαιμία και στηθάγχη ένας από τους πιο συχνούς λόγους επίσκεψης στο τμήμα επειγόντων περιστατικών. Είναι κατανοητό λοιπόν γιατί η ασφαλής και αποτελεσματική διάγνωση των ασθενών είναι τόσο σημαντική.
Στα πλεονεκτήματα αυτής της διαγνωστικής τεχνικής περιλαμβάνεται η μειωμένη ακτινοβολία που δέχεται ο εξεταζόμενος συγκριτικά με αυτή που λαμβάνει κατά την υποβολή του σε σπινθηρογράφημα. Ανυπέρβλητο διαγνωστικό εργαλείο αποτελεί η δυναμική ηχωκαρδιογραφία και στους ασθενείς με σημαντική παχυσαρκία, δηλαδή στα άτομα που ξεπερνούν τα 130 κιλά, τα οποία λόγω βάρους αποκλείονται από το τεστ κοπώσεως και από το σπινθηρογράφημα μυοκαρδίου.
Δεν μπορούν όμως να υποβληθούν σε stress echo όλοι οι άνθρωποι. Κοιλιακές αρρυθμίες, σοβαρή στένωση αορτής, μη σταθεροποιημένη ασταθής στηθάγχη είναι μερικές από τις απόλυτες αντενδείξεις διεξαγωγής της εξέτασης. Η πραγματοποίησή της απαγορεύεται σε όσους βιώνουν κρίση άσθματος, σε όσους έχουν χαμηλή αρτηριακή πίεση και σφυγμούς που δεν ξεπερνούν τους 40 ανά λεπτό, αλλά και σε όσους έχουν μη ρυθμισμένη υπέρταση. Η λήψη διπυριδαμόλης κατά τις τελευταίες 24 ώρες, αλλά και καφεΐνης 12 ώρες πριν το τεστ αποτελούν, επίσης, αντενδείξεις.
Επιπλέον, τα νοσήματα από τα οποία υποφέρει ο εξεταζόμενος καθορίζουν και το φάρμακο που θα χρησιμοποιηθεί (διπυριδαμόλη και ατροπίνη) καθώς υπάρχουν και επιμέρους αντενδείξεις. Επί παραδείγματι, αντένδειξη για τη διενέργεια της εξέτασης με διπυριδαμόλη αποτελεί η ΧΑΠ, ενώ δεν πραγματοποιείται stress echo με ατροπίνη σε όσους έχουν γλαύκωμα. Υπάρχει ωστόσο ένα φάρμακο, η αδενοσίνη, που δεν έχει απόλυτες αντενδείξεις.
Για την πραγματοποίηση της δοκιμασίας, ίσως χρειασθεί να τροποποιήσει ή να διακόψει τη φαρμακευτική του αγωγή 24 – 48 ώρες πριν την εξέταση, ιδιαίτερα εάν λαμβάνει β–αναστολείς, πάντα σε συνεννόηση με τον καρδιολόγο. Η εξέταση ξεκινά με τη διενέργεια ενός υπερηχογραφήματος, όπου απεικονίζονται όλες οι καρδιακές δομές. Κατόπιν, χορηγείται σταδιακά το φάρμακο, μέσω ορού, σύμφωνα με προκαθορισμένο πρωτόκολλο, προκειμένου να προκληθεί ταχυκαρδία και αύξηση της δύναμης σύσπασης της καρδιάς. Κατά τη διάρκεια της εξέτασης λαμβάνονται τομές της καρδιάς, καταγράφεται η αρτηριακή πίεση και ο ρυθμός της, ενώ τα δεδομένα αποθηκεύονται στη μνήμη του μηχανήματος για μελλοντική χρήση. Ο χρόνος που απαιτείται για τη διεξαγωγή της εξέτασης είναι συνήθως 30 λεπτά, με μέγιστο χρόνο τη 1 ώρα, και το κόστος της καλύπτεται πλέον από τα ασφαλιστικά ταμεία.
«Το τεστ κόπωσης, το σπινθηρογράφημα μυοκαρδίου και το δυναμικό ηχωκαρδιογράφημα, είναι οι τρεις εξετάσεις που πραγματοποιούνται για τη διάγνωση της στεφανιαίας νόσου, αλλά και την εκτίμηση της βαρύτητάς της. Η πρώτη επιλογή είναι το τεστ κοπώσεως, όμως σε περιπτώσεις που υπάρχουν αντενδείξεις για τη διεξαγωγή του συστήνεται η διενέργεια είτε σπινθηρογραφήματος -που όμως αποφεύγεται ιδιαίτερα σε νέους ανθρώπους λόγω ακτινοβολίας- είτε stress echo που παρέχει την ίδια διαγνωστική ακρίβεια με το σπινθηρογράφημα, αλλά είναι ασφαλέστερο. Η καλά τεκμηριωμένη αξία της δυναμικής ηχωκαρδιογραφίας ως διαγνωστικού μέσου την έχει καταστήσει σημαντικό όπλο στα χέρια των καρδιολόγων, που μπορεί να σώσει τις ζωές χιλιάδων ανθρώπων», καταλήγει ο κ. Τσοποτός.