«Η στύση είναι ένα αιμοδυναμικό-νευραγγειακό φαινόμενο και για να πραγματοποιηθεί χρειάζεται επαρκή αρτηριακή αιματική ροή προς το πέος και ακέραιο φλεβοαποφρακτικό μηχανισμό. Η φυσιολογική στυτική λειτουργία προϋποθέτει φυσιολογική ανατομία, αγγείωση, νεύρωση, ορμονικό περιβάλλον και επιθυμία. Η στυτική δυσλειτουργία δεν είναι άλλο παρά η επίμονη ανικανότητα επίτευξης ή διατήρησης μιας στύσης επαρκούς για ικανοποιητική σεξουαλική επαφή μέχρι την εκσπερμάτιση ή μέχρι την παύση της ερωτικής διέγερσης», μας εξηγεί ο χειρουργός ουρολόγος Δρ. Νικόλαος Γ. Κατσένης. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα συχνή παθολογία μεταξύ των ανδρών σε όλο τον κόσμο και έχει σημαντικά αρνητικό αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής τόσο των ίδιων όσο και των συντρόφων τους.
Η συχνότητα της στυτικής δυσλειτουργίας σχετίζεται με τη γήρανση καθώς και με συννοσηρότητες, όπως καρδιαγγειακές παθήσεις, διαβήτη, μεταβολικό σύνδρομο, υπερλιπιδαιμία και η υπέρταση.
«Στην πραγματικότητα αυτό σημαίνει ότι στις πλείστες περιπτώσεις η αιτία είναι αγγειακή, οφείλεται δηλαδή σε βλάβη των αγγείων που “γεμίζουν” με αίμα το πέος ώστε να επιτευχθεί μια ικανή στύση. Υπάρχουν, ωστόσο, και αιτίες που αφορούν στον τρόπο ζωής, οι οποίες μπορούν να προληφθούν. Τέτοιες είναι το κάπνισμα, η κατάχρηση αλκοόλ και η παχυσαρκία.
«Η αποφυγή αυτών αποτελούν και τις αρχικές συστάσεις για τη θεραπεία της στυτικής δυσλειτουργίας. Κατ’ επέκταση αλλαγές στον τρόπο ζωής που οδηγούν σε συνήθειες που είναι ωφέλιμες για την καρδιά, όπως η υγιεινή διατροφή, η καρδιαγγειακή άσκηση και η διατήρηση ενός φυσιολογικού βάρους, συμβάλλουν επίσης στη βελτίωση των συμπτωμάτων», προσθέτει.
Είναι πια σαφές ότι τα καρδιαγγειακά νοσήματα και η αγγειογενής στυτική δυσλειτουργία μοιράζονται κοινούς παράγοντες κινδύνου. Η εμφάνιση της τελευταίας θεωρείται σύμπτωμα πιθανού επικείμενου εμφράγματος και εγκεφαλικού επεισοδίου, η κατάληξη των οποίων μπορεί να είναι μοιραία. «Το γεγονός αυτό οφείλει να κινητοποιεί πάντα τον ουρολόγο στο να παραπέμψει τον ασθενή του και σε άλλες ειδικότητες», επισημαίνει.
Το παραπάνω σύμπλεγμα οδηγιών και συστάσεων αποτελεί τη λεγόμενη συντηρητική αντιμετώπιση του προβλήματος. Το επόμενο στάδιο αφορά σε χρήση φαρμάκων, όπως οι αναστολείς της φωσφοδιεστεράσης 5 (PDE5Is), σε ενδοπεϊκές ενέσεις και σε τοποθέτηση πεϊκής πρόθεσης.
Η αποτελεσματικότητα των συγκεκριμένων θεραπειών είναι καλά τεκμηριωμένη, ωστόσο καμία δεν θεραπεύει την αιτία της στυτικής δυσλειτουργίας ούτε μειώνει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο.
«Αντιθέτως, η θεραπεία με κρουστικά κύματα χαμηλής έντασης (LI-ESWT), η οποία εφαρμόζεται στο πέος των ασθενών με αγγειακή στυτική δυσλειτουργία, βελτιώνει την ποιότητα της στύσης, προκαλώντας αγγειογένεση εξαιτίας της διέγερσης ενδοκυτταρικών και εξωκυτταρικών μηχανισμών», επισημαίνει ο Δρ. Κατσένης.
Η επιβεβαίωση για την ασφάλεια και αποδοτικότητα των κρουστικών κυμάτων προέρχεται από πλήθος μελετών που έχουν διεξαχθεί. Όλες οι αξιολογήσεις έχουν δείξει θετικά αποτελέσματα, με βελτίωση του βαθμού σκληρότητας σε σχέση με τη βασική μέτρηση, και αύξηση της ικανότητας διείσδυσης.
Ορισμένες έχουν τεκμηριώσει την υποκειμενική βελτίωση της στυτικής λειτουργίας μετά από εξωσωματική θεραπεία κρουστικών κυμάτων χαμηλής έντασης (LI-ESWT), ενώ άλλες έχουν αξιολογήσει αντικειμενικά δεδομένα. Μία εξ αυτών, αξιολόγησε την αιμοδυναμική του πέους πριν από την εφαρμογή LI-ESWT και 3 μήνες μετά απ’ αυτήν, σε ασθενείς με αγγειακή στυτική δυσλειτουργία, προσφέροντας τόσο αντικειμενική και υποκειμενική τεκμηρίωση της αξίας αυτής της νέας μεθόδου θεραπείας.
Τα ευρήματά της επιβεβαιώνουν την ευεργετική επίδραση του LI-ESWT στην αιμοδυναμική του πέους και την ευεργετική επίδραση αυτής της θεραπείας τουλάχιστον έως 12 μήνες.
Πιο συγκεκριμένα, σ’ αυτή τη διπλά τυφλή, τυχαιοποιημένη μελέτη οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Οι ασθενείς της πρώτης υποβλήθηκαν σε LI-ESWT, ενώ οι ασθενείς της δεύτερης σε μια εικονική θεραπεία (placebo). Σε όλους του ασθενείς πραγματοποιήθηκε triplex (έγχρωμο υπερηχογράφημα ροής) πέους από τον ίδιο ερευνητή πριν από τη θεραπεία και 3 μήνες μετά. Η δημογραφική ανάλυση, το Διεθνές Ερωτηματολόγιο Αξιολόγησης των υποκειμενικών Συμπτωμάτων Στυτικής λειτουργίας (IIEF-ED) και η κλινικά ελάχιστη σημαντική διαφορά αξιολογήθηκαν πριν και 1, 3, 6, 9 και 12 μήνες μετά τη θεραπεία.
Τα ευρήματα κατέδειξαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στις αιμοδυναμικές παραμέτρους του πέους της πρώτης έναντι της δεύτερης ομάδας. Παρατηρήθηκε αύξηση στη μέση μέγιστη συστολική ταχύτητα στο 56,7% έναντι 12,5% τον 1ο μήνα, στο 56,7% έναντι 12,5% τον 3ο μήνα, στο 63,3% στους 6 μήνες, στο 66,7% έναντι 31,3% τον 9ο μήνα και 75% έναντι 25% τον 12ο μήνα. Η μέση μέγιστη συστολική ταχύτητα αυξήθηκε στις δύο ομάδες κατά 4,5 και 0,6 cm / s αντίστοιχα, διαφορά που πρακτικά δηλώνει τη διαφορά μεταξύ ενός σκληρού έναντι ενός μαλακού πέους, ανίκανου για διείσδυση.
Η εφαρμογή των κρουστικών κυμάτων είναι εξαιρετικά απλή, διαρκεί 15-20 λεπτά, είναι απολύτως ανώδυνη και πραγματοποιείται χωρίς αναισθησία. Συνολικά απαιτούνται 12 συνεδρίες, που γίνονται στο ιατρείο του ανδρολόγου, 1-2 φορές την εβδομάδα.
Σύμφωνα με τους ειδικούς η επιτυχία των κρουστικών κυμάτων βασίζεται στην ασφάλεια και την ευκολία εφαρμογής της μεθόδου, καθώς είναι η μοναδική που επιδιώκει να τροποποιήσει την παθοφυσιολογία της νόσου. Τα αποτελέσματα είναι τόσο ενθαρρυντικά που ορισμένοι ανδρολόγοι συστήνουν τη LI-ESWT ως θεραπεία εκλογής για τους ασθενείς άνω των 40 με στυτική δυσλειτουργία, δεδομένου ότι το LI-ESWT έχει ήδη συμπεριληφθεί στις κατευθυντήριες οδηγίες για τη διαχείρισή της.
«Η ασφάλεια της εφαρμογής των κρουστικών κυμάτων αποδεικνύεται και από άλλες μελέτες. Για παράδειγμα σε 8 μελέτες στις οποίες συμμετείχαν 480 ασθενείς, φάνηκε ότι μόλις το 0,4% (δηλαδή 2 ασθενείς) παρουσίασε αίσθηση γαργαλητού στη βάλανο, το 0,1%, (δηλαδή 1 ασθενής) αίσθηση καύσου στα έξω γεννητικά όργανα, το 0,1% υπερευαισθησία στην περιοχή και το 0,2% δερματική αντίδραση στο gel του υπερήχου. Πρόκειται για μια αποτελεσματική μέθοδο αντιμετώπισης της αγγειογενούς στυτικής δυσλειτουργίας, η εφαρμογή της οποίας χαρίζει στους ασθενείς την αυθόρμητη διέγερση και τη φυσιολογική σεξουαλική ζωή τους», καταλήγει ο Δρ. Νικόλαος Κατσένης.