Iatropedia

Στυτική δυσλειτουργία: Μπορεί να την προκαλέσει η υπέρταση

Male doctor and testicular cancer patient are discussing about testicular cancer test report. Testicular cancer and prostate cancer concept.

Οι άνδρες με υπέρταση, είτε λαμβάνουν φαρμακευτική αγωγή είτε όχι, θα πρέπει να ελέγχουν συχνά την πίεσή τους.

Οι αυξημένες τιμές της αρτηριακής πίεσης μπορεί να σχετίζονται με στυτική δυσλειτουργία, λένε τώρα οι γιατροί, γι’ αυτό και πρέπει να δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στη διαχείριση της νόσου της υπέρτασης με σκοπό την πρόληψη της δυσλειτουργίας ή τη βελτίωση της.

«Τα τελευταία χρόνια μεγάλης κλίμακας μελέτες ασχολήθηκαν με τη συχνότητα εμφάνισης στυτικής δυσλειτουργίας στους υπερτασικούς άνδρες. Από τα αποτελέσματά τους έγινε γνωστό ότι οι δύο αυτές παθήσεις συνδέονται. Μια ισπανική μελέτη, για παράδειγμα, αποκάλυψε ότι το 45,8% των ανδρών με υπέρταση αντιμετώπιζε προβλήματα επίτευξης και διατήρησης της στύσης σε σύγκριση με τον ανδρικό πληθυσμό που είχε φυσιολογική πίεση. Η διαπίστωση ότι η δυσλειτουργία είναι συχνότερη σε ασθενείς με μακροχρόνια ή σοβαρή υπέρταση, ενισχύει περαιτέρω τη στενή σχέση μεταξύ υπέρτασης και κινδύνου εμφάνισής της», επισημαίνει ο Χειρουργός Ανδρολόγος Ουρολόγος δρ Αναστάσιος Λιβάνιος.

Η στυτική δυσλειτουργία θεωρείται ως ένα σημαντικό πρόβλημα υγείας που επηρεάζει έως εκατομμύρια άνδρες παγκοσμίως.

Μια αμερικανική μελέτη (MMAS), σε ηλικιωμένους έδειξε ότι πάνω από το 52% των ανδρών μεταξύ 40 και 70 ετών αναφέρουν περιστατικά αδυναμίας για επιτυχή σεξουαλική δραστηριότητα. Μεταξύ των ανδρών:

Σύμφωνα με προβλέψεις, έως το 2025, τα κρούσματα θα φτάσουν τα 322 εκατομμύρια.

Η πάθηση αυτή έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής των ανδρών αυτών, καθώς και των συντρόφων και των οικογενειών τους, αφού επιδρά στο επίπεδο αυτοεκτίμησης και παρεμβαίνει στη συναισθηματική διαχείριση. Έχει αποδειχθεί ότι όσοι αδυνατούν να έχουν ικανοποιητικές σεξουαλικές σχέσεις βιώνουν έκπτωση στην ποιότητα ζωής τους.

Παράγοντες που συμβάλλουν στη στυτική δυσλειτουργία

Οι παράγοντες που μπορούν να συμβάλουν στη στυτική δυσλειτουργία είναι πολλοί. Μερικές από τις πιο κοινές αιτίες περιλαμβάνουν τη γήρανση, τη χαμηλή τεστοστερόνη, την παχυσαρκία, τον διαβήτη, το κάπνισμα, το αλκοόλ, το στρες και άλλους ψυχολογικούς παράγοντες, όπως και την κούραση.

Επίσης, η υψηλή χοληστερόλη, τα καρδιακά και ορμονικά προβλήματα, νευρολογικές παθήσεις, κακοήθειες, αλλά και φάρμακα μπορεί να οδηγήσουν στην εμφάνισή της.

Η υπέρταση είναι άλλος ένας παράγοντας κινδύνου, διότι μπορεί να προκαλέσει αθηροσκλήρωση, δηλαδή να βλάψει τα αιμοφόρα αγγεία σε όλο το σώμα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που βρίσκονται μέσα ή προς το πέος, με συνέπεια την ανεπαρκή ροή αίματος σε αυτό και την αδυναμία στύσης.

Οι υπερτασικοί όμως, δεν χρειάζεται να πάψουν να απολαμβάνουν μια ικανοποιητική σεξουαλική ζωή. Όσοι έχουν ελεγχόμενη υπέρταση μπορούν να λάβουν θεραπεία για τη στυτική δυσλειτουργία και να συνεχίσουν τη σεξουαλική δραστηριότητά τους.

Η σημασία του ελέγχου της υπέρτασης

Ο έλεγχος της πάθησης στους υπερτασικούς άνδρες μπορεί να επιτευχθεί, σε αρκετές περιπτώσεις, μόνο με αλλαγές στον τρόπο ζωής, χωρίς άλλες θεραπείες. Σε αυτές περιλαμβάνονται η διακοπή του καπνίσματος, η υγιεινή διατροφή, η αποφυγή του αλκοόλ ή άλλων ουσιών, η μείωση της πρόσληψης νατρίου, η μείωση του σωματικού βάρους (για τους παχύσαρκους) και η τακτική άσκηση.

Η λήψη φαρμάκων από το στόμα για την αντιμετώπιση της υπέρτασης αποτελεί το πρώτο φαρμακευτικό βήμα, το οποίο ακολουθείται από την επιλογή της σωστής αγωγής για την αντιμετώπιση της στυτικής δυσλειτουργίας.

Ωστόσο, τα φάρμακα δεν είναι αποτελεσματικά για όλους. Περίπου 3 στους 10 υπερτασικούς δεν ανταποκρίνονται. Έχει υπολογιστεί ότι το 25% όλων των περιστατικών στυτικής δυσλειτουργίας προκαλείται από κάποια φαρμακευτική αγωγή, με εκείνες για τον έλεγχο της αρτηριακής πίεσης να βρίσκονται κοντά στην κορυφή της λίστας.

Τα χάπια για τη στυτική δυσλειτουργία – που προορίζονται για τη θεραπεία των συμπτωμάτων και μόνο, χωρίς διόρθωση της υποκείμενης παθοφυσιολογίας, όπως οι αγγειακές βλάβες- μπορεί να μην είναι καλά ανεκτά. Ορισμένοι ασθενείς δεν ανταποκρίνονται στη θεραπεία, έχουν αντενδείξεις ή παρουσιάζουν διάφορες ανεπιθύμητες ενέργειες, όπως πονοκεφάλους, ρινική συμφόρηση ή ζάλη.

Στυτική δυσλειτουργία: Τα κρουστικά κύματα για τη θεραπεία της

Σε αυτές τις περιπτώσεις, υπάρχουν άλλες θεραπευτικές επιλογές. Την τελευταία δεκαετία, έχουν διεξαχθεί πολυάριθμες μελέτες σχετικά με τη χρήση εξωσωματικής θεραπείας με χαμηλής έντασης κρουστικά κύματα (Li-ESWT).

Η μέθοδος στοχεύει στην παθοφυσιολογία της στυτικής δυσλειτουργίας, προκειμένου να αποτραπεί η επιδείνωση της και να διεγερθεί η νεοαγγειογένεση. Θεωρείται μια ασφαλής και μη επεμβατική μέθοδος που προκαλεί ελάχιστες, ήπιες παρενέργειες.

Μια ανασκόπηση πέντε συστηματικών ανασκοπήσεων και μετα-αναλύσεων, που περιέλαβε συνολικά 3.908 ασθενείς με στυτική δυσλειτουργία, διαπίστωσε ότι τα κρουστικά κύματα βελτιώνουν τη στυτική λειτουργία, ανεξάρτητα από τη σοβαρότητα της δυσλειτουργίας.

Από τα ευρήματα, που δημοσιεύθηκαν στο Journal of Personalized Medicine, φάνηκε ότι είναι επίσης αποτελεσματικά στην ενίσχυση της σκληρότητας του πέους κατά τη στύση και πολλά υποσχόμενα, καθώς μπορούν να βελτιώσουν την ποιότητα της σεξουαλικής ζωής για εκείνους που υποφέρουν από αυτή την πάθηση.

«Οι άνδρες με στυτική δυσλειτουργία έχουν περίπου 38% περισσότερες πιθανότητες να έχουν υπέρταση συγκριτικά με εκείνους που έχουν φυσιολογική πίεση, δεδομένου ότι οι δύο καταστάσεις μοιράζονται τους ίδιους παράγοντες κινδύνου. Επομένως, τα επαναλαμβανόμενα περιστατικά στυτικής δυσλειτουργίας κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για αναζήτηση της αιτίας πρόκλησής της, διότι η υπέρταση δεν προκαλεί μόνο στυτική δυσλειτουργία αλλά είναι απειλητική για τη ζωή.

Και επειδή το σεξ είναι φυσιολογικό μέρος της ζωής και έχει σημαντικό αντίκτυπο στη διάθεση και στην αυτοπεποίθηση, η οποία είναι πιθανόν να επηρεάσει την ικανότητα για στύση δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο, είναι απαραίτητο και οι υπερτασικοί να ξεπερνούν τους φόβους τους και να αναζητούν βοήθεια από τον ουρολόγο τους, να εκφράζουν τις ανησυχίες τους και να ενημερώνονται για τις διαθέσιμες θεραπευτικές επιλογές», καταλήγει ο δρ Λιβάνιος.