Σύμφωνα με τα βρετανικά ΜΜΕ, εντοπίστηκε ιλαρά σε δύο πόλεις και άλλη μία τέθηκε σε κατάσταση συναγερμού. Το βρετανικό Εθνικό Σύστημα Υγείας (NHS) παροτρύνει τους ανθρώπους με βήχα, ή υψηλό πυρετό να μείνουν στο σπίτι. Η έκκληση ήρθε την παραμονή της “Black Friday”, μιας από τις πιο πολυάσχολες ημέρες λιανικής πώλησης της χρονιάς.
- Έξαρση ιλαράς επιβεβαιώθηκε στο Λιντς και στο Λίβερπουλ στις 23 Νοεμβρίου
- Το NHS παροτρύνει τους ανθρώπους να παραμείνουν στο σπίτι εάν παρουσιάζουν σημάδια λοίμωξης
- Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν βήχα, πυρετό και υδαρή μάτια
Η δημόσια υγεία της Αγγλίας προτρέπει τους ανθρώπους να κάνουν το τριπλό εμβόλιο για ιλαρά, παρωτίτιδα και ερυθρά.
Η ιλαρά είναι ένας θανατηφόρος, εξαιρετικά μολυσματικός ιός, που μπορεί να οδηγήσει σε πνευμονία, μηνιγγίτιδα και ηπατίτιδα.
Η δρ. Mary Ramsay, επικεφαλής αξιωματούχος Υγείας στην Αγγλία, δήλωσε: “Προς το παρόν υπάρχει έξαρση ιλαράς στο Λίβερπουλ και το Λιντς, σε δύο χωριστά εντοπισμένα κρούσματα, τα οποία διαχειρίζονται τοπικές ομάδες προστασίας της υγείας.Όλες οι περιπτώσεις που βλέπουμε είναι σε παιδιά και νεαρούς ενήλικες που δεν έχουν κάνει το εμβόλιο ιλαράς, παρωτίτιδας και ερυθράς (MMR)”.
Το NHS δημοσίευσε το ακόλουθο tweet χθες: “Έξαρση ιλαράς στο Λιντς και το Λίβερπουλ”:
Πως εκδηλώνεται η ιλαρά: Συμπτώματα
Τα συμπτώματα της ιλαράς εμφανίζονται 7-21 ημέρες μετά τη μόλυνση του ατόμου με τον ιό και περιλαμβάνουν:
- Κηλιδώδες εξάνθημα σε όλο το σώμα
- Πυρετό
- Βήχα
- Ρινόρροια
- Ερυθρότητα οφθαλμών και δακρύρροια
- Αίσθημα αδυναμίας
- Μικροσκοπικές λευκές κηλίδες με υποκύανο – λευκό κέντρο που βρίσκονται στο κέντρο του στόματος (Koplik’s spots)
Μια τυπική περίπτωση ιλαράς αρχίζει με μέτριο πυρετό, βήχα, ρινόρροια, ερυθρότητα οφθαλμών και ερεθισμό στο λαιμό. Δύο ή τρεις ημέρες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων μπορεί να εμφανιστούν οι μικροσκοπικές λευκές κηλίδες στο στόμα.
Τρεις έως πέντε ημέρες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων εμφανίζεται ερυθρό εξάνθημα στο σώμα. Το εξάνθημα συνήθως εμφανίζεται αρχικά στην τριχοειδή γραμμή του προσώπου και διαχέεται (προχωρά) προς το λαιμό, τον κορμό, τα χέρια και τα πόδια. Όταν εμφανιστεί το εξάνθημα ο πυρετός μπορεί να φτάσει έως και 40 °C.
Μετά από λίγες ημέρες ο πυρετός υποχωρεί και το εξάνθημα εξασθενίζει.
Διάγνωση της ιλαράς: Εξετάσεις
Η κλινική διάγνωση της ιλαράς γίνεται βάση των συμπτωμάτων. Η εργαστηριακή διάγνωση της ιλαράς μπορεί να γίνει με την επιβεβαίωση των θετικών αντισωμάτων IgM ιλαράς, ή η απομόνωση του RNA του ιού της ιλαράς από αναπνευστικά δείγματα.
Επαφή με ασθενή που είναι γνωστό ότι έχει ιλαρά, ή νόσησε πρόσφατα από αυτή, προσθέτει ισχυρά επιδημιολογικά στοιχεία για τη διάγνωση.
Ιλαρά: Ποιες είναι οι πιθανές επιπλοκές
Το 30% περίπου των περιστατικών με ιλαρά αναπτύσσει μία ή περισσότερες επιπλοκές:
- Λαρυγγίτιδα
- Βρογχιολίτιδα
- Πνευμονία (η οποία είναι η πιο συχνή αιτία θανάτου από ιλαρά σε μικρά παιδιά)
- Ωτίτιδα συμβαίνει σε 1 περίπου περίπτωση ανά 10 περιπτώσεις ιλαράς και μπορεί να εμφανιστεί μόνιμη απώλεια ακοής
- Διάρροια εμφανίζεται περίπου σε 8% των περιπτώσεων
- Εγκεφαλίτιδα
Θεραπεία – Μέθοδοι αντιμετώπισης
Δεν υπάρχει θεραπεία για την ιλαρά. Ο πυρετός αντιμετωπίζεται με τη χορήγηση αντιπυρετικών, κατά προτίμηση παρακεταμόλης. Επίσης συνίσταται χορήγηση υγρών και απογυγή δραστηριοτήτων που κουράζουν τα μάτια (διάβασμα, τηλεόραση) τα οποία είναι ευερέθιστα. Η χορήγηση αντιβιοτικών δεν συνίσταται εκτός και αν παρουσιαστούν επιπλοκές.
Πώς να προφυλαχτείτε από την ιλαρά – Πρόγνωση
Το εμβόλιο της ιλαράς γνωστό ως MMR (Measles-Mumps-Rubella) είναι ένας συνδυασμός εμβολίου το οποίο παρέχει προστασία για τρία νοσήματα: ιλαρά, παρωτίτιδα και ερυθρά και το οποίο είναι ασφαλές και αποτελεσματικό. Το εμβόλιο χορηγείται σε δύο δόσεις: η 1η δόση σε ηλικία 12-15 μηνών και η δεύτερη σε ηλικία 4 έως 6 ετών.
Σε ειδικές περιπτώσεις (έγκυες γυναίκες, άτομα με καρκίνο, άτομα με μειωμένο αμυντικό σύστημα) που δεν έχουν εμβολιαστεί ή δεν έχουν νοσήσει από ιλαρά και έρθουν σε επαφή με άτομο που νοσεί από ιλαρά, μπορεί να χορηγηθεί υπεράνοσος γ-σφαιρίνη για να προστατευθούν από την ιλαρά. Η γ-σφαιρίνη μπορεί να χορηγηθεί το αργότερο μέχρι και 6 μέρες από την ημέρα που το άτομο ήρθε σε επαφή με τον ασθενή και μπορεί να του εξασφαλίσει πλήρη προστασία ή σε περίπτωση που νοσήσει θα εμφανίσει ηπιότερα συμπτώματα.