Θηλασμός: Πόσο εφικτός είναι μετά από τον καρκίνο του μαστού
Ο θηλασμός μετά από τον καρκίνο του μαστού είναι ένα σημαντικό ζήτημα για πολλές νέες γυναίκες που έχουν βιώσει την νόσο. Οι συστάσεις των γιατρών γι’ αυτόν εξαρτώνται από διάφορους παράγοντες, όπως:
- Ο τύπος του καρκίνου
- Η θεραπεία που έχει λάβει η γυναίκα
- Η φυσική κατάσταση του μαστού.
Ωστόσο δύο νέες ιταλικές κλινικές μελέτες που παρουσιάστηκαν στο ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Κλινικής Ογκολογίας (ESMO 2024) δείχνουν πως ο ασφαλής μητρικός θηλασμός είναι εφικτός μετά από τον καρκίνο.
«Πριν από την παρουσίαση αυτών των δεδομένων, οι ιατροί ήταν πολύ προσεκτικοί, ίσως και αμυντικοί, σχετικά με την πιθανότητα και την ασφάλεια του θηλασμού μετά από καρκίνο του μαστού», δήλωσε ο επικεφαλής της πρώτης μελέτης Dr. Fedro Alessandro Peccatori, διευθυντής της Μονάδας Γονιμότητας & Αναπαραγωγής στο Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Ογκολογίας, στο Μιλάνο.
Όπως εξήγησε, η μεγάλη ανησυχία είναι οι ορμονικές αλλαγές της εγκυμοσύνης και της γαλουχίας. Και αυτό διότι πολλοί καρκίνοι του μαστού είναι ορμονοεξαρτώμενοι.
Ωστόσο, ο θηλασμός φαίνεται πως είναι εφικτός ακόμα και για γυναίκες με γονιδιακή μετάλλαξη BRCA. Οι γυναίκες αυτές διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο καρκίνου στον ετερόπλευρο μαστό, κατά την επικεφαλής ερευνήτρια της δεύτερης μελέτης Dr. Eva Blondeaux, ογκολόγο στο Ospedale Policlinico San Martino στη Γένοβα.
Οι δύο μελέτες, παρά τις διαφορές τους, έδειξαν ότι ο καρκίνος του μαστού δεν πρέπει να αποκλείει την πιθανότητα θηλασμού.
Η πρώτη μελέτη
Στην πρώτη μελέτη, που ονομάζεται POSITIVE, συμμετείχαν 518 γυναίκες από 116 κέντρα σε 20 χώρες του κόσμου. Έπασχαν από θετικό σε ορμονικούς υποδοχείς καρκίνο του μαστού. Οι γυναίκες αυτές είχαν διακόψει προσωρινά την επικουρική ορμονική θεραπεία τους για να τεκνοποιήσουν.
Οι 317 από αυτές ολοκλήρωσαν με επιτυχία τουλάχιστον μία εγκυμοσύνη. Το 62% εξ αυτών θήλασαν τα μωρά τους.
Στα δύο χρόνια από την γέννηση των βρεφών ο θηλασμός δεν φάνηκε να έχει επηρεάσει την υγεία των γυναικών. Ειδικότερα, δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφορές στα ποσοστά υποτροπής ή εμφάνισης νέου καρκίνου του μαστού μεταξύ όσων θήλασαν το μωρό τους και εκείνων που δεν θήλασαν. Ήταν 3,6% έναντι 3,1%, αντιστοίχως.
Η δεύτερη μελέτη
Στη δεύτερη μελέτη συμμετείχαν 4.732 γυναίκες από 78 διεθνή ερευνητικά κέντρα. Είχαν διαγνωσθεί με καρκίνο του μαστού σε νεαρή ηλικία. Επιπλέον, ήσαν φορείς μιας μετάλλαξης του γονιδίου BRCA.
Από τις 474 γυναίκες που απέκτησαν παιδί, τα μωρά τους θήλασαν οι 110 (ποσοστό 23,2%). Ο θηλασμός δεν έδειξε σημαντικές διαφορές μεταξύ των ομάδων όσον αφορά τις τοπικές υποτροπές ή την ανάπτυξη ετερόπλευρου καρκίνου του μαστού.
«Αυτά είναι τα πρώτα αδιαμφισβήτητα ενθαρρυντικά αποτελέσματα για την ασφάλεια του θηλασμού μετά από καρκίνο του μαστού σε νεαρές γυναίκες με μεταλλάξεις BRCA», είπε η Dr. Blondeaux.
Η μελέτη αυτή είχε σχετικά μακρά περίοδο παρακολούθησης (έφτασε τα 7 έτη), αλλά ήταν αναδρομική. Επομένως, νέες προοπτικές μελέτες είναι απαραίτητες για την επιβεβαίωση των δεδομένων.
Τι λένε οι ειδικοί
Το θέμα του θηλασμού μετά τον καρκίνο του μαστού μόλις πρόσφατα άρχισε να προσελκύει την προσοχή των ερευνητών, επισημαίνουν οι ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής ΕΚΠΑ στο Νοσοκομείο Αλεξάνδρα Δρ. Μαρία Καπαρέλου (παθολόγος-ογκολόγος), Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (παθολόγος, καθηγήτρια Θεραπευτικής, Επιδημιολογίας & Προληπτικής Ιατρικής) και Θάνος Δημόπουλος (τ. πρύτανης ΕΚΠΑ, καθηγητής Θεραπευτικής, Ογκολογίας & Αιματολογίας, διευθυντής της Θεραπευτικής Κλινικής).
Τα ποσοστά επιβίωσης έχουν πλέον γίνει τόσο υψηλά, ώστε προσφέρουν την ελευθερία στις γυναίκες να επιλέγουν αν θα κάνουν παιδιά ή όχι.
Τα τελευταία χρόνια, πολυάριθμες μελέτες έχουν δείξει ότι η εγκυμοσύνη είναι πιθανή και ασφαλής μετά από καρκίνο του μαστού, ακόμη και με τη χρήση υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.
Ο θηλασμός είναι ένα σημαντικό κομμάτι της εγκυμοσύνης και της μητρότητας. Δεν βιώνουν, όμως, όλες οι γυναίκες τη μητρότητα με τον ίδιο τρόπο και μερικές επιλέγουν να μην θηλάσουν. «Ωστόσο, είναι σημαντικό να μην αρνηθεί κανείς τη δυνατότητα θηλασμού σε όσες γυναίκες το επιθυμούν, απλώς και μόνο λόγω έλλειψης στοιχείων», τονίζουν οι ειδικοί.
Και καταλήγουν: «Τα αποτελέσματα των δύο μελετών που παρουσιάστηκαν στο ESMO είναι ιδιαίτερα χρήσιμα από αυτή την άποψη. Και παρέχουν τη βάση για πιο προσεκτική συμβουλευτική, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες της γυναίκας και του παιδιού αλλά και την ασφάλεια της μητέρας όσον αφορά τα ογκολογικά δεδομένα».
Φωτογραφία: iStock