Iatropedia

Θυρεοειδής: Με ποιες παθήσεις του σχετίζεται η βιταμίνη D

Τι ρόλο παίζει η έλλειψη της βιταμίνης D στην ανάπτυξη αυτοάνοσων θυρεοειδοπαθειών, αλλά και καρκίνου του θυρεοειδούς. Τι δείχνουν νεότερες μελέτες.

Η βιταμίνη D δεν είναι απαραίτητη μόνο για την υγεία του μυοσκελετικού συστήματος και την εύρυθμη λειτουργία της καρδιάς, των πνευμόνων και του εγκεφάλου, αλλά πιθανώς και για την προστασία μας από τα αυτοάνοσα νοσήματα του θυρεοειδούς αδένα.

Αυτό είναι το συμπέρασμα ολοένα περισσότερων μελετών, που συσχετίζουν την έλλειψή της με πολλά νοσήματά του. Μάλιστα αρχίζουν να αναδύονται ενδείξεις ότι ίσως επηρεάζει και τον καρκίνο σε αυτόν.

Δεν είναι η πρώτη φορά που μελέτες συσχετίζουν τη βιταμίνη D με τη διαμόρφωση των ανοσολογικών αποκρίσεων. Προγενέστερες μελέτες έχουν δείξει πως δρα στην εκ γενετής (φυσική) και την επίκτητη ανοσία. Μπορεί επίσης να ασκεί ανοσορρυθμιστικής δράση σε αυτοάνοσα νοσήματα και σε καρκίνους.

Από τα αυτοάνοσα νοσήματα, αυτά του θυρεοειδούς είναι τα πιο συχνά. Υπολογίζεται ότι προσβάλλουν το 5% του γενικού πληθυσμού. Τα συνηθέστερα είναι η θυρεοειδίτιδα Hashimoto και η νόσος του Graves. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αύξηση της συχνότητας εμφάνισής τους, ειδικά στον γυναικείο πληθυσμό. Στην πραγματικότητα, οι γυναίκες:

«Η πρόσφατη βιβλιογραφία αναφέρει ότι υπάρχει υψηλός επιπολασμός της ανεπάρκειας βιταμίνης D στα άτομα με υποθυρεοειδισμό (υπολειτουργικό θυρεοειδή), καθώς και με υπερθυρεοειδισμό (υπερδραστήριο θυρεοειδή) λόγω της νόσου του Graves. Επίσης, η έρευνα φαίνεται να επιβεβαιώνει τον ρόλο της βιταμίνης D στην έναρξη και την εξέλιξη των όγκων του θυρεοειδούς», επισημαίνει ο καθηγητής Χειρουργικής Δημήτρης Λινός, διευθυντής της Χειρουργικής Κλινικής στον Όμιλο ΥΓΕΙΑ.

Και συνεχίζει: «Τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι η βιταμίνη D θα μπορούσε να δρα στο πρώιμο στάδιο καρκίνου, μειώνοντας τον πολλαπλασιασμό και την επιθετικότητα των όγκων του θυρεοειδούς».

Hashimoto και Graves

Πιο συγκεκριμένα, τα στοιχεία για τον ρόλο της ανεπάρκειας βιταμίνης D στη θυρεοειδίτιδα Hashimoto, μία από τις συχνότερες αιτίες υποθυρεοειδισμού σε παιδιά και ενήλικες, ολοένα και πληθαίνουν.

Μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2020 στην ιατρική επιθεώρηση BMC Endocrine Disorders έδειξε ότι η ανεπάρκεια βιταμίνης D σχετίζεται:

Η μελέτη κατέδειξε επίσης ισχυρή συσχέτιση μεταξύ της ανεπάρκειας βιταμίνης D και των αυξημένων αντισωμάτων της θυρεοσφαιρίνης (TGAb). Οι πάσχοντες από θυρεοειδίτιδα Hashimoto έχουν αυξημένα επίπεδα αυτών των αντισωμάτων.

Ανάλογα συμπεράσματα είχε άλλη μελέτη, η οποία αξιολόγησε τη συσχέτιση των επιπέδων της βιταμίνης D με τον αυτοάνοσο υποθυρεοειδισμό σε 150 ασθενείς. Όπως έδειξε, οι ασθενείς με αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα είχαν σημαντικά μειωμένα επίπεδα βιταμίνης D. Τα επίπεδα αυτά σχετίζονταν με την παρουσία αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων και υψηλότερης θυρεοειδοτρόπου ορμόνης (TSH). Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι η βιταμίνη D εμπλέκεται στην παθογένεση της νόσου.

Η χαμηλή βιταμίνη D είναι πολύ συχνή και μεταξύ των πασχόντων από νόσο Graves. Το 2020 δημοσιεύθηκε μελέτη σε 210 πάσχοντες από τη νόσο, που έδειξε ότι η λήψη συμπληρωμάτων βιταμίνης D μπορεί να δρα προστατευτικά, μειώνοντας τις υποτροπές της νόσου.

Ο ρόλος της βιταμίνης D στον καρκίνο

Η ιατρική έρευνα φαίνεται να επιβεβαιώνει το ρόλο που έχει η βιταμίνη D και στον καρκίνο του θυρεοειδούς. Ο ρόλο αυτός αφορά:

Πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι οι ασθενείς με διαφοροποιημένους καρκίνους του θυρεοειδούς (είναι οι συχνότεροι τύποι του) έχουν σημαντικά χαμηλότερες συγκεντρώσεις βιταμίνης D, σε σύγκριση με τους πάσχοντες από καλοήθεις ασθένειες του θυρεοειδή ή με υγιείς ανθρώπους.

Άλλες μελέτες έχουν δείξει πως όσοι έχουν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο αναπτύξεως καρκίνου του θυρεοειδούς. Επιπλέον, η μειωμένη βιταμίνη D αποτελεί αρνητικό προγνωστικό παράγοντα. Μελέτες την έχουν συσχετίσει με προχωρημένη ασθένεια και επιθετικά κλινικά-παθολογικά χαρακτηριστικά.

Από μια μελέτη που επιχείρησε να συνοψίσει τις αποδείξεις της ανοσορρυθμιστικής επίδρασης της βιταμίνης D στις ασθένειες του θυρεοειδή, εξήχθη το συμπέρασμα ότι υπάρχει σχέση μεταξύ της υποβιταμίνωσης D και των παθήσεων αυτών. Η ίδια μελέτη έδειξε ότι η λήψη συμπληρώματος βιταμίνης D (χοληκαλσιφερόλη ή D3) φαίνεται να έχει ευεργετικά αποτελέσματα.

Ο καρκίνος του θυρεοειδούς

Ο καρκίνος του θυρεοειδούς είναι μια συχνή κακοήθεια του ενδοκρινικού συστήματος. Αντιπροσωπεύει το περίπου 1% του συνόλου των καρκίνων. Τα παγκόσμια δεδομένα δείχνουν ότι η επίπτωσή του τον κατατάσσει στην ένατη θέση μεταξύ των κακοηθών νεοπλασιών.

Η πλειονότητα των καρκίνων του θυρεοειδούς έχουν καλή πρόγνωση. Οι καλά διαφοροποιημένοι όγκοι (θηλώδης και θυλακιώδης καρκίνος) είναι συνήθως θεραπεύσιμοι. Οι κακώς διαφοροποιημένοι και αδιαφοροποίητοι όγκοι του θυρεοειδούς (αναπλαστικός καρκίνος του θυρεοειδούς) είναι:

Το είδος της χειρουργικής θεραπείας που θα επιλεχθεί εξαρτάται από το είδος, το μέγεθος και τον εντοπισμό του καρκίνου. Σε κάθε περίπτωση η εξέλιξη των ιατρικών μεθόδων εξασφαλίζει την μείωση του πόνου στο ελάχιστο και την ταχύτατη ανάρρωση του ασθενή με άριστα αισθητικά αποτελέσματα.

«Τόσο η τεχνική MINET (minimally invasive non-endoscopic surgery), που έχουμε καθιερώσει διεθνώς και εφαρμόζουμε με την ομάδα μου, όσο και η θυρεοειδεκτομή χωρίς τομή στο λαιμό απαλλάσσει τους ασθενείς από τις μεγάλες αντιαισθητικές ουλές που άφηνε η επέμβαση πριν εφαρμοστούν αυτές οι τεχνικές», επισημαίνει ο κ. Λινός, ο οποίος είναι πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Χειρουργών των Ενδοκρινών Αδένων.

Μετεγχειρητική έλλειψη ασβεστίου και βιταμίνη D

Σε ορισμένες περιπτώσεις μετεγχειρητικά παρατηρείται μια παροδική υποασβεστιαιμία. Έχει βρεθεί ωστόσο ότι τα επίπεδα που έχει η βιταμίνη D αποτελούν σημαντικό προγνωστικό παράγοντα μετεγχειρητικής υποασβεστιαιμίας μετά από θυρεοειδεκτομή. Επιπλέον, η προεγχειρητική χορήγηση βιταμίνης D μπορεί να μειώσει τις πιθανότητες εμφάνισης συμπτωματικής υποασβεστιαιμίας πρώιμης έναρξης.

«Τα συμπεράσματα πολλών μελετών δείχνουν τη θετική επίδραση της βιταμίνης D στη διαχείριση των νόσων του θυρεοειδούς. Ωστόσο, οι αιτιώδεις σχέσεις δεν έχουν αποσαφηνιστεί. Απαιτούνται περαιτέρω μακροχρόνιες κλινικές μελέτες για να προσδιοριστεί εάν η υποβιταμίνωση D αποτελεί παράγοντα κινδύνου εμφάνισης καρκίνου και νόσων του θυρεοειδούς», καταλήγει ο κ. Λινός.