Στον συσχετισμό της λειτουργίας του θυρεοειδή αδένα και της κολπικής μαρμαρυγής κατέληξαν δυο μεγάλες επιστημονικές μελέτες που πραγματοποιήθηκαν σε Αμερική και Ευρώπη και δημοσιεύτηκαν στο καρδιολογικό περιοδικό Jama.
Το αποτέλεσμα των μελετών, που είδαν ταυτόχρονα το φως της δημοσιότητας τον περασμένο Φεβρουάριο, και ενοχοποιούν την θυρεοειδοπάθεια ως αίτιο εμφάνισης κολπικής μαρμαρυγής, έχουν προκαλέσει έντονες συζητήσεις στους κόλπους της παγκόσμιας ιατρικής κοινότητας.
Κι αυτό γιατί και οι δυο μελέτες καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα καθώς ένας άξονας συνδέει υπόφυση –θυρεοειδή αδένα – καρδιά.
«Τα στοιχεία των δυο νέων μελετών αλλάζουν τα δεδομένα στην αντιμετώπιση των παθήσεων του θυρεοειδούς σε σχέση με την λειτουργία της καρδιάς και θα πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη» αναφέρει ο εξειδικευμένος χειρουργός ενδοκρινών αδένων, κ. Δημήτριος Γιάλβαλης, Υπεύθυνος Τμήματος Ενδοκρινικής Χειρουργικής της Κλινικής Γενικής & Λαπαροσκοπικής Χειρουργικής και Χειρουργικής Πεπτικού στον Όμιλο του Ιατρικού Αθηνών.
Τι απέδειξαν οι μελέτες για τον θυρεοειδή και την κολπική μαρμαρυγή
Στην πρώτη μελέτη που πραγματοποιήθηκε στις ΗΠΑ (συμμετείχαν περισσότερα από 37.100 άτομα) οι ερευνητές χρησιμοποίησαν ένα γενετικό προγνωστικό παράγοντα των επιπέδων θυρεοτροπίνης, για να προσδιορίσουν τις γενετικά καθορισμένες διακυμάνσεις των επιπέδων της ορμόνης διέγερσης του θυρεοειδή (TSH) και του κινδύνου κολπικής μαρμαρυγής (AF).
Ο πολυγονιδιακός προγνωστικός παράγοντας έδειξε ότι τα αυξημένα επίπεδα θυρεοτροπίνης (TSH), που επιβεβαιώνουν την διάγνωση του υποθυρεοειδισμού, συσχετίστηκαν με μειωμένο κίνδυνο για εμφάνιση κολπικής μαρμαρυγής, ένα εύρημα που παρέμεινε ακόμα και μετά τον αποκλεισμό ασθενών με εμφανή νόσο του θυρεοειδούς από την μελέτη! «Αυτό απλά σημαίνει ότι « οι γενετικά καθορισμένες μεταβολές στη λειτουργία του θυρεοειδή, ακόμη και εκείνες που εμπίπτουν σε μια φυσιολογικά αποδεκτή «κανονική» κλίμακα, μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο για κολπική μαρμαρυγή» εξηγεί ο κ . Δημήτριος Γιάλβαλης.
« Τα παραπάνω νέα στοιχεία, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στην καθημερινή κλινική πράξη, σε οποιαδήποτε απόφαση για θεραπεία μιας υποκλινικής (δηλ. χωρίς συμπτώματα) ασθένειας του θυρεοειδούς, καθώς τα αντιθυρεοειδικά φάρμακα για τη θεραπεία του υπερθυρεοειδισμού μπορεί να μειώσουν τον κίνδυνο εμφάνισης κολπικής μαρμαρυγής, ενώ η χορήγηση θυρεοειδικής ορμόνης για υποθυρεοειδισμό μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισης της », τονίζουν οι επιστήμονες της μελέτης.
Ο άξονας που συνδέει υπόφυση –θυρεοειδή αδένα – καρδιά
Ενώ μέχρι σήμερα σε μελέτες παρατήρησης είναι γνωστό ότι, η αυξημένη ελεύθερη θυροξίνη (FT4) και η μειωμένη θυρεοτροπίνη (TSH) σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο κολπικής μαρμαρυγής (AF), η άμεση ευθεία συσχέτισή τους ήταν ασαφής.
Αυτή προσπάθησε να διαλευκάνει, η δεύτερη πολυκεντρική μεντελικά (δηλ. με κλίμακες γενετικού κινδύνου) τυχαιοποιημένη μελέτη ( από κέντρα των ΗΠΑ, Νορβηγίας, Ισλανδίας, Δανίας, Ηνωμένου Βασιλείου, Ολλανδίας, Γερμανίας ) που δημοσιεύτηκε ταυτόχρονα με την προηγούμενη.
Αφορούσε περισσότερους από 55.100 ευρωπαίους ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή και 482.296 υγιείς ευρωπαίους ως αναφορά (controls), διαπιστώνοντας ότι η ορμόνη της υπόφυσης TSH είναι ένας καλύτερος δείκτης για την κολπική μαρμαρυγή, αποδεικνύοντας ότι η γενετικά αυξημένη αναλογία FT3 / FT4 και ο υπερθυρεοειδισμός και όχι οι απόλυτες τιμές της FT4 εντός της περιοχής αναφοράς, συσχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο για κολπική μαρμαρυγή, ενώ οι φυσιολογικές τιμές αναφοράς της θυρεοτροπίνης και ο υποθυρεοειδισμός συνδέθηκαν με μειωμένο κίνδυνο, υποστηρίζοντας ότι υφίσταται ένας άξονας που συνδέει υπόφυση –θυρεοειδή αδένα – καρδιά.