«Ο θυρεοειδής είναι ένας ενδοκρινής αδένας που βρίσκεται στη βάση του λαιμού και ο ρόλος του είναι η έκκριση ορμονών, οι οποίες ρυθμίζουν πλήθος σωματικών λειτουργιών, όπως είναι η αναπνοή, η θερμοκρασία του σώματος, οι καρδιακοί παλμοί, η πέψη και κυρίως τις μεταβολικές λειτουργίες του οργανισμού», μας εξηγεί ο κ. Αντώνιος Χατζηιωαννίδης, επιστημονικά υπεύθυνος του Ενδοκρινολογικού τμήματος του Ιδιωτικού Πολυϊατρείου Ηλιούπολης. «Οι ορμόνες που παράγει είναι δύο: η Τ3 (τριιωδοθυρονίνη) και η Τ4 (θυροξίνη), ενώ η ορμόνη διέγερσης θυρεοειδούς (TSH), η οποία παράγεται και ελευθερώνεται στην κυκλοφορία του αίματος από την υπόφυση, ελέγχει την παραγωγή αυτών των θυρεοειδικών ορμονών. Παράγει επίσης και την καλσιτονίνη, μια ορμόνη που ρυθμίζει τον μεταβολισμό του ασβεστίου», συμπληρώνει.
Πρόκειται για έναν αδένα ζωτικής σημασίας, καθώς η ανισορροπία των ορμονών Τ3 και Τ4 οδηγεί είτε σε υποθυρεοειδισμό είτε σε υπερθυρεοειδισμό, δύο παθήσεις με συμπτώματα που μπορούν να επηρεάζουν σχεδόν ολόκληρο τον οργανισμό. Τα γενικά συμπτώματα του υποθυρεοειδισμού περιλαμβάνουν δυσκοιλιότητα, σκληρότητα του δέρματος, μη φυσιολογικούς κύκλους της εμμήνου ρύσεως, τραχιά φωνή, πόνο στις αρθρώσεις και τους μυς, αύξηση του βάρους, χαμηλό μεταβολικό ρυθμό, ενώ τα συμπτώματα υπερθυρεοειδισμού είναι η σημαντική απώλεια βάρους, οι διαταραγμένοι κύκλοι ύπνου, οι υπερδραστήριοι ιδρωτοποιοί αδένες και ο ακανόνιστος εμμηνορροϊκός κύκλος. «Οι ασθενείς είναι δύσκολο να υποπτευθούν ότι για όλα αυτά τα συμπτώματα μπορεί να ενοχοποιείται ένα και μόνο όργανο. Μια απλή εξέταση αίματος όμως θα μπορούσε, σε αρκετές περιπτώσεις, να τους απαλλάξει από τις αλλεπάλληλες επισκέψεις σε γιατρούς διαφόρων ειδικοτήτων», σημειώνει ο κ. Χατζηιωαννίδης.
Συγκεκριμένα, ο καλύτερος τρόπος ελέγχου της λειτουργίας του θυρεοειδούς αδένα είναι, αρχικά, η μέτρηση των επιπέδων της TSH. Τα υψηλά επίπεδά της υποδηλώνουν ότι ο θυρεοειδής υπολειτουργεί, εξαιτίας ενός υφιστάμενου προβλήματος που επηρεάζει άμεσα τον θυρεοειδή (πρωτοπαθής υποθυρεοειδισμός). Αντίθετα, τα χαμηλά επίπεδα TSH φανερώνουν έναν αδένα που παράγει υπερβολική θυρεοειδική ορμόνη (υπερθυρεοειδισμός) ή κάποια ανωμαλία στην υπόφυση, η οποία εμποδίζει την παραγωγή αρκετής ποσότητας TSH (δευτεροπαθής υποθυρεοειδισμός).
Ο συνδυασμός των αιματολογικών εξετάσεων TSH και FT4 (ελεύθερης θυροξίνης, μιας από τις δύο μορφές της θυροξίνης που κυκλοφορεί στο αίμα) καθορίζει με ακρίβεια τον τρόπο λειτουργίας του θυρεοειδούς αδένα. Ο έλεγχος της ελεύθερης T4 είναι μια σύγχρονη εξέταση που έχει αντικαταστήσει αυτήν της ολικής θυροξίνης, εξαιτίας της μικρότερης πιθανότητας επηρεασμού των αποτελεσμάτων από τα επίπεδα των δεσμευτικών πρωτεϊνών. Η αυξημένη TSH με χαμηλή FT4 προδίδει πρωτογενή υποθυρεοειδισμό, ενώ όταν και οι δύο τιμές είναι χαμηλές δευτεροπαθή υποθυρεοειδισμό. Αντιθέτως, τα χαμηλά επίπεδα TSH σε συνδυασμό με αυξημένη FT4 υποδεικνύει υπερθυρεοειδισμό.
Η εξέταση της Τ3 πραγματοποιείται για να δώσει επιπλέον πληροφορίες όταν ο ασθενής έχει διαγνωστεί με υπερθυρεοειδισμό, καθώς όσοι πάσχουν από τη νόσο έχουν αυξημένα επίπεδα της συγκεκριμένης ορμόνης. Σε ορισμένα άτομα με χαμηλή TSH, είναι αυξημένη μόνο η Τ3 και η FT4 κυμαίνεται σε φυσιολογικά επίπεδα. Στους ασθενείς με υποθυρεοειδισμό ο έλεγχος της Τ3 δεν χρησιμεύει ιδιαίτερα. Ο λόγος είναι ότι οι ασθενείς μπορεί να έχουν υψηλή TSH και χαμηλή FT4, αλλά απόλυτα φυσιολογική Τ3.
Η μέτρηση των επιπέδων θυρεοειδικών αντισωμάτων μπορεί να βοηθήσει στη διάγνωση της αιτίας των προβλημάτων του θυρεοειδούς. Η συγκέντρωση διαφορετικών θυρεοειδικών αντισωμάτων αυξάνεται σε ορισμένες διαταραχές όπου το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού επιτίθεται στον θυρεοειδή αδένα. Αυτές οι διαταραχές περιλαμβάνουν τη θυρεοειδίτιδα του Hashimoto και τη νόσο του Grave’s.
«Το ανοσοποιητικό σύστημα προστατεύει τον οργανισμό από εισβολείς, μέσω των αντισωμάτων που παράγονται από τα λεμφοκύτταρα. Σε ένα ποσοστό ανθρώπων που πάσχουν είτε από υποθυρεοειδισμό είτε από υπερθυρεοειδισμό, τα αντισώματα επιτίθενται στο θυρεοειδή τους. Στις αιματολογικές εξετάσεις, τα αυξημένα επίπεδα αντιθυροειδικών αντισωμάτων είτε κατά της θυρεοσφαιρίνης (Tg) είτε κατά της θυρεοειδικής υπεροξειδάσης (TPO) ή και των δύο, σε ασθενείς με υποθυρεοειδισμό υποδηλώνουν θυρεοειδίτιδα Hashimoto, ενώ σε ασθενείς με υπερθυρεοειδισμό αυτοάνοση νόσο. Επίσης, τα χαμηλά επίπεδα αντισωμάτων σχετίζονται με διάφορες παθήσεις όπως η φλεγμονή του θυρεοειδούς αδένα (θυρεοειδίτιδα), ο διαβήτης τύπου 1 ή η ρευματοειδής αρθρίτιδα», εξηγεί περαιτέρω ο κ. Χατζηιωαννίδης.
Η μέτρηση της θυρεοσφαιρίνης (Tg) ζητείται συχνότερα σε ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση για καρκίνο του θυρεοειδούς (θηλώδες, θυλακιώδες και Hurthle cell καρκίνωμα), προκειμένου να παρακολουθούνται η μετεγχειρητική τους πορεία. Η εξέταση δεν εκτελείται για τον έλεγχο της λειτουργίας του θυρεοειδή, αλλά ούτε εντοπίζει τον καρκίνο στον αδένα προτού αυτός αφαιρεθεί. Τέλος, τα επίπεδα της καλσιτονίνης, με ανεξάρτητη δράση από τις ορμόνες Τ3 και Τ4- αυξάνονται συνήθως σε έναν ορισμένο τύπο καρκίνου του θυρεοειδούς, το μυελοειδές καρκίνωμα.
Ο έλεγχος λοιπόν της υγείας του θυρεοειδή αδένα βοηθά στη αναγνώριση της αιτίας πλήθους συμπτωμάτων και καλό είναι να εντάσσεται στον καθιερωμένο αιματολογικό έλεγχο όλων, και ιδιαίτερα των εγκύων, καθώς η ορμονική «έκρηξη» που συντελείται στον οργανισμό τους αυξάνει την πιθανότητα να επηρεάσει και τις ορμόνες του θυρεοειδούς.