Η ωοθηκική εφεδρεία είναι τα αποθέματα των ωοθηκών σε ωοθυλάκια. Η επικρατούσα άποψη είναι ότι οι γυναίκες γεννιούνται με συγκεκριμένο αριθμό ωοθυλακίων και πως το «απόθεμα» αυτό μειώνεται με την ηλικία.
Υπολογίζεται ότι κάθε γυναίκα γεννιέται με περίπου 1 εκατομμύριο ωοθυλάκια. Μέχρι την εφηβεία έχουν απομείνει περίπου τα μισά, ενώ στη συνέχεια η γυναίκα χάνει έως 1.000 ωοθυλάκια το μήνα. Από αυτά, το ένα (ή σε σπάνιες περιπτώσεις δύο) ωριμάζει και απελευθερώνει το ωάριό του.
«Η μειωμένη ωοθηκική εφεδρεία είναι ένα φαινόμενο που συχνά παρατηρείται σε γυναίκες οι οποίες περνούν τα 35 τους χρόνια και πλησιάζουν τα 40», λέει ο μαιευτήρας-χειρουργός γυναικολόγος Δρ. Ιωάννης Π. Βασιλόπουλος, MD, MSc, ειδικός στην Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή και ιδρυτικό μέλος του Institute of Life-ΙΑΣΩ. «Μπορεί όμως να παρατηρηθεί και σε πολύ νεότερες, ιδιαίτερα εάν πάσχουν από πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια. Μετά τα 37-38 έτη, η ωοθηκική εφεδρεία μειώνεται με γρήγορο ρυθμό, καθώς ο αριθμός των ωοθυλακίων πέφτει κάτω από το κρίσιμο όριο των 25.000 και απομένει πλέον περιορισμένος χρόνος για να αποκτήσει η γυναίκα μωρό με δικά της ωάρια».
Η αξιολόγηση της ωοθηκικής εφεδρείας είναι σημαντική, ειδικά σε μία εποχή που ολοένα περισσότερες γυναίκες καθυστερούν την απόκτηση παιδιών μέχρι τα 30 ή και τα 40 τους χρόνια. Η αξιολόγηση αυτή γίνεται με τη μέτρηση των επιπέδων μιας ορμόνης που λέγεται αντιμυλλέριος (anti-müllerian hormone – AMH).
Τί είναι αυτή η ορμόνη, γιατί ελέγχονται τα επίπεδά της και τί μπορεί να αποκαλύψει για την αναπαραγωγική ικανότητα της γυναίκας; Ο Δρ. Βασιλόπουλος δίνει τις απαντήσεις σε αυτά και σε άλλα σημαντικά ερωτήματα.
1. Τι είναι η αντιμυλλέριος ορμόνη;
Είναι μία πρωτεΐνη που παράγεται στις ωοθήκες της γυναίκας από τα κύτταρα του λεγόμενου ωοφόρου δίσκου κάθε ωοθυλακίου. Ο δίσκος αυτός είναι ένα σύμπλεγμα κυττάρων που περιβάλλει τα ανώριμα ωάρια.
Τα επίπεδα της ΑΜΗ στο αίμα της γυναίκας παρέχουν αξιόπιστη ένδειξη για τα αποθέματα σε ωοθυλάκια (άρα ωάρια) που διαθέτει, σε σύγκριση με άλλες γυναίκες της ίδιας ηλικιακής ομάδας.
Ωστόσο από μόνα τους δεν επαρκούν για να υπολογιστούν οι πιθανότητες φυσικής σύλληψης, γι’ αυτό και συνήθως μετρώνται στο πλαίσιο ενός ολιστικού πλάνου ελέγχου της γονιμότητας.
2. Γιατί είναι σημαντική;
Η μέτρηση της ΑΜΗ αποτελεί πολύτιμο εργαλείο στη φαρέτρα των ιατρών αναπαραγωγής στη μάχη κατά της υπογονιμότητας.
Η μέτρηση των επιπέδων της αναδεικνύει το πρόβλημα της μειωμένης ωοθηκικής εφεδρείας πολύ νωρίτερα από την κλινική της εμφάνιση, ειδικά όταν συνδυάζεται με γυναικολογικό υπερηχογράφημα ωοθηκών και κλασικούς ορμονικούς ελέγχους (π.χ. μέτρηση οιστραδιόλης, τεστοστερόνης, προγεστερόνης, FSH κ.λπ.).
Όταν τα επίπεδα της ΑΜΗ είναι χαμηλά, υποδηλώνουν μειωμένη ωοθηκική εφεδρεία. Όταν είναι υψηλά, μπορεί να υποδηλώνουν σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών ή άλλη παθολογία.
Ωστόσο σε καμία περίπτωση η ΑΜΗ δεν αποτελεί δείκτη της ποιότητας των ωαρίων. Δείχνει μόνο την ποσότητά τους.
Επιπλέον, τα χαμηλά επίπεδά της δεν πρέπει να προβληματίζουν τις γυναίκες αν ο λοιπός ορμονικός έλεγχος είναι φυσιολογικός, διότι από μόνα τους δεν αποτελούν αιτία υπογονιμότητας.
3. Ποια μέρα του κύκλου πρέπει να γίνεται η μέτρηση της ΑΜΗ;
Τα επίπεδα της αντιμυλλέριου ορμόνης είναι πολύ σταθερά και επηρεάζονται ελάχιστα από τις ορμονικές διακυμάνσεις που φυσιολογικά συμβαίνουν στις γυναίκες.
Γι’ αυτό τον λόγο η λήψη αίματος για τη μέτρησή της μπορεί να γίνει οποιαδήποτε ημέρα του έμμηνου κύκλου.
4. Σε ποιες γυναίκες συνιστάται η μέτρησή της;
Η μέτρηση συνιστάται κατ’ αρχάς στις γυναίκες οι οποίες δεν κατορθώνουν να μείνουν έγκυοι έπειτα από πολλές, συνεχείς προσπάθειες.
Πρακτικά αυτό σημαίνει πως στις γυναίκες ηλικίας κάτω των 35 ετών συνιστάται έλεγχος γονιμότητας, στον οποίο θα συμπεριλαμβάνεται η μέτρηση της ΑΜΗ, έπειτα από 12 μήνες ανεπιτυχών προσπαθειών.
Το αντίστοιχο χρονικό διάστημα για τις γυναίκες 35 ετών και άνω, είναι 6 μήνες.
Η εξέταση συνιστάται επίσης στις γυναίκες, ανεξαρτήτως ηλικίας, οι οποίες πρόκειται να υποβληθούν σε ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, διότι μπορεί να παράσχει ενδείξεις για τις πιθανότητες επιτυχίας της προσπάθειας.
Την εξέταση μπορεί επίσης να κάνουν οι γυναίκες με ιστορικό καρκίνου οι οποίες υποβλήθηκαν σε χημειοθεραπεία ή σε εγχείρηση ωοθηκών/ενδομητρίου και επιθυμούν να μάθουν αν και πόσο επηρεάστηκε η αναπαραγωγική ικανότητά τους.
Τέλος, μέτρηση της ΑΜΗ για εκτίμηση της ωοθηκικής επάρκειας πρέπει να κάνει και κάθε γυναίκα ηλικίας 30 ετών, με ατομικό ή οικογενειακό ιστορικό αυτοάνοσου νοσήματος (π.χ. θυρεοειδίτιδα Hashimoto, λεύκη, ψωρίαση, ρευματοειδής αρθρίτιδα, ελκώδης κολίτιδα, νόσος Crohn κ.λπ.) ή η οποία έχει κάνει εγχείρηση αφαίρεσης κύστεων ωοθηκών.
5. Ποια είναι τα φυσιολογικά επίπεδα της ΑΜΗ;
Τα φυσιολογικά επίπεδα αλλάζουν αναλόγως με την ηλικία και φυσικά με τη γονιμότητα. Σε μία γόνιμη γυναίκα τυπικά κυμαίνονται από 1 έως 4 ng/ml. Κάτω από 1 ng/ml θεωρούνται χαμηλά και ενδεικτικά μειωμένης ωοθηκικής εφεδρείας. Πάνω από 3 ng/ml θεωρούνται υψηλά και μπορεί να υποδηλώνουν σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών.
Όσον αφορά την ηλικιακή διακύμανση, μελέτη που είχε δημοσιευτεί το 2011 στο περιοδικό Fertility and Sterility είχε δείξει ότι η μέση τιμή στις γόνιμες 30άρες γυναίκες είναι 3,5 ng/ml, στις 35άρες είναι 2,3 ng/ml, στις γυναίκες ηλικίας 40 ετών 1,3 ng/ml και μετά τα 43 έτη 0,07 ng/ml.
6. Τί μπορεί να κάνει μια γυναίκα αν έχει χαμηλή ΑΜΗ;
Δεδομένου ότι δεν υπάρχει κάποιος γνωστός τρόπος με τον οποίο να μπορεί μια γυναίκα να αυξήσει τον αριθμό των ωοθυλακίων της, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να αποφασίσει τι και πόσο σύντομα θα κάνει με το θέμα της τεκνοποίησης.
Οι πιθανές επιλογές είναι αρκετές. Μπορεί, λ.χ., να πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο κρυοσυντήρησης των ωαρίων της, να επισπεύσει την απόκτηση παιδιών ή να αποφασίσει ότι θα αποκτήσει παιδιά στο μέλλον με δωρεά ωαρίων.