Νιασίνη
Η B3 αποτελεί απαραίτητο συστατικό του αμιδο-αδενινο-δινουκλεοτιδίου για τη σύνδεση του κύκλου του κιτρικού οξέος με την οξειδωτική φωσφορυλίωση που απαιτείται για την παραγωγή της τριφωσφορικής αδενοσίνης και, επομένως, την παροχή ενέργειας στα κύτταρα. Η συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη είναι τουλάχιστον 13 mg. Η ανεπάρκεια ονομάζεται πελλάγρα, που σημαίνει «τραχύ δέρμα». Τα κύρια συμπτώματα είναι η φωτοευαίσθητη δερματίτιδα με υπερμελάγχρωση, διάρροια, άνοια και, τελικά, ο θάνατος. Στα πρώιμα συμπτώματα περιλαμβάνονται η διάχυτη τριχόπτωση, αδυναμία, ευερεθιστότητα, γλωσσίτιδα και στοματίτιδα.
Η πελλάγρα εμφανίζεται σε περιοχές όπου κύρια τροφή αποτελεί το καλαμπόκι και το κεχρί, όπως κάποιες περιοχές της Ασίας, της Αφρικής και της Ινδίας. Άλλοι λόγοι είναι η ανεπαρκής πρόσληψη τροφής, η νόσος του Crohn, όγκοι που εμποδίζουν τον μεταβολισμό της νιασίνης, όπως οι καρκινοειδείς, καθώς και φάρμακα όπως το ισονικοτινικό υδραζίδιο. Η ημερήσια πρόσληψη αναφοράς για τους άνδρες είναι 16 mg και για τις γυναίκες 14 mg.
Απαραίτητα λιπαρά οξέα
Για τη φυσιολογική λειτουργία του ανθρώπινου μεταβολισμού απαιτούνται το λινελαϊκό οξύ και το άλφα-λινολεϊκό οξύ. Αποτελούν σημαντικό συστατικό των κυτταρικών μεμβρανών και των πεταλιωδών κοκκίων της κεράτινης στοιβάδας. Έχει παρατηρηθεί ανεπάρκεια σε περιπτώσεις ανεπαρκούς παρεντερικής διατροφής, σε παιδιά με ανεπαρκή πρόσληψη, όπως παιδιά με ατρησία χοληφόρων, τα οποία ακολούθησαν διατροφή πλούσια σε τριγλυκερίδια, καθώς και σε ασθενείς με κυστική ίνωση. Μεταξύ άλλων συμπτωμάτων έχει αναφερθεί τριχόπτωση της κεφαλής και των βλεφάρων καθώς και αποχρωματισμός.
Σίδηρος
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η έλλειψη σιδήρου συγκαταλέγεται μεταξύ των συχνότερων περιπτώσεων ανεπάρκειας, προσβάλλοντας μέχρι και το 80% των ανθρώπων.
Ο σίδηρος λειτουργεί ως καταλύτης στις αντιδράσεις οξείδωσης και αναγωγής, ενώ μπορεί να ελέγχει τη σύνθεση του DNA μέσω του ενζύμου ριβονουκλεάση σε διαιρούμενα κύτταρα. Η ανεπάρκεια σιδήρου προκαλεί μικροκυτταρική και υποχρωμική αναιμία. Ακόμα και εάν δεν εμφανιστεί αναιμία, μπορεί να εμφανιστεί διάχυτη τριχόπτωση και άλλα δερματικά συμπτώματα, όπως γλωσσίτιδα, χειλίτιδα και κοιλονυχία. Η ανεπαρκής παραγωγή κερατίνης μπορεί να οδηγήσει σε λεπτότερες τρίχες στο αναγενές στάδιο. Στα αφρικανικού τύπου μαλλιά, έχουν αναφερθεί αλλαγές ως προς το χρώμα σε λωρίδες.
Η βαριάς μορφής ανεπάρκεια μπορεί να προκαλέσει κόπωση, αδυναμία, ωχρότητα του επιπεφυκότα και ταχυκαρδία λόγω της αναιμίας.
Ο σίδηρος είναι λειτουργικός στην αιμοσφαιρίνη εντός των ερυθροκυττάρων, τη μυοσφαιρίνη και τα ένζυμα, αποθηκεύεται στη φερριτίνη και μεταφέρεται μέσω της τρανσφερίνης. Για εργαστηριακές δοκιμές, απαιτούνται επαρκή επίπεδα φερριτίνης,, τα οποία αντικατοπτρίζουν το απόθεμα σιδήρου.
Στις γυναίκες πριν την εμμηνόπαυση, η ανεπάρκεια σιδήρου οφείλεται συχνά στην εμμηνόρροια ή την εγκυμοσύνη, ενώ θα πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο γαστρεντερικής αιμορραγίας, ειδικά σε πιο ηλικιωμένους ασθενείς. Μεταξύ των άλλων αιτιών περιλαμβάνονται η χορτοφαγική διατροφή, το αγκυλόστομα, η νεφροπάθεια και η αιμοδιάλυση, οι συχνές αιμοδοσίες, χειρουργική επέμβαση ή χρόνια φλεγμονώδης εντερική νόσος.
Στις ομάδες αυξημένου κινδύνου είναι σημαντική η επαρκής κατανάλωση κόκκινου κρέατος, ενώ τα ψάρια και τα όστρακα αποτελούν επίσης πηγές αιμικού σιδήρου. Οι μη-αιμικές πηγές σιδήρου, όπως τα φασόλια, ο αρακάς και τα δημητριακά, θα πρέπει να καταναλώνονται μαζί με πηγές βιταμίνης C. Θα πρέπει να αποφεύγεται η υπερβολική κατανάλωση καφέ και τσαγιού.
Η ημερήσια πρόσληψη αναφοράς είναι 8 mg για τους άνδρες 18 mg και για γυναίκες μεταξύ 19 και 50 ετών. Διαφορετικές τιμές ισχύουν για τα παιδιά, τους ηλικιωμένους και τις γυναίκες που είναι έγκυες ή θηλάζουν.
Τα απαιτούμενα επίπεδα σιδήρου και η σημαντικότητά τους για την τριχόπτωση συνεχίζουν να αποτελούν αντικείμενο επιστημονικών συζητήσεων, με αρκετές μελέτες να καταλήγουν σε διαφορετικά αποτελέσματα.
Οι περισσότεροι ερευνητές θεωρούν ως επαρκές επίπεδο φερριτίνης τουλάχιστον 40 mg/L για γυναίκες ασθενείς. Άλλοι θεωρούν τα 10 mg/L αρκετά, ενώ άλλοι ορίζουν τα 70 mg/L. Για την αντιμετώπιση της έλλειψης σιδήρου, θα πρέπει να ληφθεί φουμαρικός σίδηρος, γαλακτικός σίδηρος, γλυκονικός σίδηρος ή θειικός σίδηρος για αρκετές εβδομάδες σε 2 έως 3 ημερήσιες δόσεις, επειδή η απορρόφηση είναι χαμηλότερη σε υψηλές δόσεις. Οι 2 τελευταίες δόσεις μπορεί να γίνονται καλύτερα ανεκτές. Για τη θεραπεία της αναιμίας λόγω χαμηλού σιδήρου, τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης της Νόσου συστήνουν 50 έως 60 mg στοιχειακού σιδήρου δύο φορές ημερησίως για 3 μήνες, το οποίο αντιστοιχεί σε 325 mg. Η σταδιακή αύξηση της δόσης ή της πρόληψης με το φαγητό μπορεί να ελαχιστοποιήσει τις γαστρεντερικές ανεπιθύμητες ενέργειες. Η υπερφόρτωση σιδήρου είναι πιο συχνή σε ενήλικες άνδρες και γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση. Θα πρέπει να αποφεύγεται επειδή μπορεί να προκαλέσει καταστροφή των ιστών, ίνωση και επιδείνωση της αιμοχρωμάτωσης.
Χαλκός
Ο χαλκός είναι ζωτικής σημασίας για την αμινοξειδάση, η οποία απαιτείται για την οξείδωση των θειολικών ομάδων σε διθειο-διασταυρούμενες συνδέσεις που επίσης χρειάζονται για δυνατές κερατινικές ίνες. Επίσης από τον χαλκό εξαρτώνται και μερικά ένζυμα, όπως η οξειδάση του ασκορβικού οξέος και η τυροσινάση.
Στα παιδιά μπορεί να υπάρχει μια σπάνια αυτοσωμική υπολειπόμενη διαταραχή δυσαπορρόφησης. Στο σύνδρομο Menkes ή σύνδρομο των ανάκυρτων τριχών συνήθως εμφανίζεται υπομελάγχρωση των τριχών, καθώς και εκφύλιση του εγκεφάλου, των οστών και του συνδετικού ιστού, συμπεριλαμβανομένης της αρτηριακής απόφραξης και του χλωμού και χαλαρού δέρματος. Η θεραπεία περιλαμβάνει εγχύσεις με άλατα χαλκού.
Επίσης παρατηρείται επίκτητη ανεπάρκεια σε πρώιμα βρέφη, όταν η διατροφή δεν περιλαμβάνει κατάλληλο γάλα ή σε παρεντερική διατροφή και κατόπιν μακροχρόνιας θεραπείας με ψευδάργυρο. Εμφανίζεται με υπομελάγχρωση των τριχών, μικροκυτταρική αναιμία, λευκοπενία και μυελοπάθεια. Για τους ενήλικες, η ημερήσια πρόσληψη αναφοράς είναι 900 μg.
Σελήνιο
Το σελήνιο αποτελεί σημαντικό συστατικό της υπεροξειδάσης της γλουταθειόνης, η οποία είναι αντιοξειδωτικό σύστημα. Έχει αναφερθεί ανεπάρκεια σε περιοχές όπου το έδαφος έχει χαμηλή περιεκτικότητα σε σελήνιο και σε περιπτώσεις παρεντερικής διατροφής. Παρόλο που τα συμπτώματα είναι κυρίως μυϊκά και καρδιακά, μπορεί να προκύψει υπομελάγχρωση των μαλλιών και του δέρματος. Για τους ενήλικες, η ημερήσια πρόσληψη αναφοράς είναι 55 μg. Έχουν αναφερθεί δηλητηριάσεις λόγω υπερβολικής δόσης συμπληρωμάτων σεληνίου.
Βιταμίνη Α
Παρόλο που η ανεπάρκεια της βιταμίνης Α δεν έχει επιβεβαιωθεί ως αίτιο της τριχόπτωσης, η υπερβολική πρόσληψη μπορεί να οδηγήσει σε γενική τριχόπτωση και ξηροδερμία. Η συνιστώμενη μέγιστη ημερήσια δόση είναι 10.000 IU.
Βιταμίνη D
O ρόλος της βιταμίνης D για την ανάπτυξη των τριχών βρίσκεται υπό διερεύνηση. Αρκετές in vitro μελέτες σε ζώα και σε περιστατικά ανθεκτικού στη βιταμίνη D ραχιτισμού υποδεικνύουν τον ενδεχόμενο ρόλο της βιταμίνης D στην ανάπτυξη των τριχών, παρόλο που δεν έχει αποδειχθεί συσχέτιση με την ανδρική τριχόπτωση ή τη γυροειδή αλωπεκία. Επομένως η επίτευξη επιπέδου D3 για τη βιταμίνη D σε ασθενείς με τελογενή τριχόπτωση μπορεί να είναι χρήσιμη. Η ημερήσια πρόσληψη αναφοράς για τους ενήλικες είναι 5 έως 10 μg (1 μg καλσιφερόλη = 40 IU βιταμίνη D).
Τοξίνες
Η πρόσληψη τοξινών όπως το θάλλιο και το αρσενικό, μεταξύ άλλων, μπορεί να προκαλέσει τριχόπτωση ή / και σπάσιμο των τριχών. Πλέον η ακροδυνία λόγω δηλητηρίασης από υδράργυρο είναι σπάνια. Χαρακτηριστικά της είναι η αλωπεκία του τριχωτού της κεφαλής και η υπερτρίχωση των χεριών, ποδιών και, σε κάποιες περιπτώσεις, του κορμού.
Διατροφικά συμπληρώματα
Παρόλο που πολλά από τα διατροφικά συμπληρώματα έχουν χρησιμοποιηθεί παραδοσιακά για τη θεραπεία των παθήσεων που σχετίζονται με τα μαλλιά, τα στοιχεία ως προς τη χρήση τους σε ασθενείς χωρίς ανεπάρκεια είναι περιορισμένα.
Τα αντιοξειδωτικά ενδέχεται να έχουν μακροπρόθεσμες επιδράσεις στη γήρανση των τριχών, αλλά η αξιολόγησή τους είναι δύσκολη. Έχει αποδειχθεί ότι το αμινοξύ ταυρίνη προάγει την επιβίωση των θυλακοκυττάρων in vitro και συνδυάζεται με την πολυφαινόλη κατεχίνη και άλλα συστατικά. Επιπροσθέτως, έχει βρεθεί ότι η L-καρνιτίνη διεγείρει τα κύτταρα των τριχοθυλακίων in vitro. Τα συστατικά που προέρχονται από σόγια μπορεί, επίσης, να επιδρούν στην ανάπτυξη της τρίχας μέσω της αντιφλεγμονώδους δράσης και οιστρογόνο-εξαρτώμενων μηχανισμών, παρόλο που υπάρχει έλλειψη in vivo μελετών και έχει αναφερθεί αύξηση του ερυθρού αγγειώματος.
Σε μια ελεγχόμενη μελέτη, το ορθοπυριτικό οξύ αύξησε την αντοχή εφελκυσμού και το πάχος των τριχών μετά από 6 μήνες35, ενώ σε μια άλλη μελέτη παρατηρήθηκε μείωση της ευθραυστότητας των μαλλιών μετά από 20 εβδομάδες.36
Σε μελέτες με πρόβατα έχει αποδειχθεί ότι η επιπλέον πρόσληψη λ-κυστίνης μπορεί να βελτιώσει την παραγωγή μαλλιού Επίσης υπάρχει πιθανότητα η λ-κυστίνη να έχει και αντιοξειδωτική επίδραση. Πιο πρόσφατες μελέτες σε ανθρώπους έχουν δείξει σημαντική επίδραση στη θεραπεία της διάχυτης τελογενούς τριχόπτωσης. Σε μία τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη σε 30 γυναίκες, ένα συμπλήρωμα Λ-κυστίνης σε συνδυασμό με φαρμακευτική μαγιά και παντοθενικό οξύ οδήγησε σε ομαλοποίηση του ρυθμού αναγέννησης μετά από 6 μήνες, κάτι που δεν επιτεύχθηκε με το εικονικό φάρμακο. Σε κλινικό επίπεδο, το συμπλήρωμα Λ-κυστίνης θα μπορούσε να βοηθήσει στην αποφυγή παροδικής απώλειας αρκετών χιλιάδων τριχών. Ωστόσο, απαιτούνται περαιτέρω μελέτες για την αύξηση των στοιχείων ως προς τη σημασία των διατροφικών συμπληρωμάτων στα μαλλιά.
Σύνοψη
Η ανάπτυξη των μαλλιών μπορεί να επηρεάζεται από διάφορες γενετικές ή επίκτητες ελλείψεις, οι οποίες σχετίζονται με τη δυσαπορρόφηση ή την ανεπαρκή λήψη θρεπτικών συστατικών. Η διάγνωση γίνεται μέσω λήψης εκτενούς ιστορικού και κλινικής εξέτασης Τα τυπικά σημάδια είναι το θετικό αποτέλεσμα σε τεστ έλξης, το οποίο επιβεβαιώνεται μέσω τριχογραφήματος ή ψηφιακού φωτοτριχογραφήματος, αλλαγές ως προς τη διάμετρο, τη δομή και τη αντοχή των τριχών, οι οποίες μπορεί να σπάνε πολύ εύκολα ή να είναι πολύ λεπτές, καθώς και αλλαγές ως προς τη χρώση, οι οποίες διαφαίνονται μέσω τριχοσκόπησης.
Η ανεπάρκεια προσδιορίζεται μέσω εργαστηριακών αιματολογικών εξετάσεων. Η ανεπάρκεια σιδήρου μπορεί να οριστεί ως επίπεδο φερριτίνης χαμηλότερο από 40 mg/L. Η ειδική θεραπεία της ανεπάρκειας θα οδηγήσει σε βελτίωση των χαρακτηριστικών των μαλλιών εντός 3 έως 6 μηνών. Η μη ειδική θεραπεία της τριχόπτωσης χωρίς επιβεβαιωμένη έλλειψη έχει αποδειχθεί ως αποτελεσματική μόνο στην τελογενή τριχόπτωση με ένα συμπλήρωμα Λ-κυστίνης, αλλά η σύστασή ως προς τη χρήση της δεν μπορεί να γενικευτεί.
Τζερμιάς Χριστόφορος
Δερματολόγος – Εφαρμογές Laser