Βουβωνοκήλη και ομφαλοκήλη: Τα οφέλη της ελάχιστα επεμβατικής χειρουργικής
«Με τον όρο κήλη περιγράφεται κάθε πρόπτωση και προβολή ενδοκοιλιακού σπλάχνου (ή συνηθέστερα μέρους αυτού) εκτός της συνήθους ανατομικής θέσεώς του, μέσω ενός φυσιολογικού ή παθολογικού στομίου», εξηγεί ο γενικός χειρουργός Δρ. Αναστάσιος Γ. Ξιάρχος, διευθυντής Χειρουργικής Κλινικής του Ιατρικού Περιστερίου. «Η βουβωνοκήλη είναι η συχνότερη μορφή κήλης. Αναπτύσσεται από την πρόπτωση μέρους του λεπτού εντέρου και εμφανίζεται ανάμεσα στο μηρό και το υπογάστριο».
Η βουβωνοκήλη συχνά οφείλεται σε κληρονομικούς λόγους. Συνήθως σχετίζεται με εξωτερικούς παράγοντες, όπως:
- Η διαταραχή στην ισορροπία σύνθεσης – αποδόμησης του κολλαγόνου (προχωρημένη ηλικία, υποσιτισμός ή κακή διατροφή)
- Η απότομη, ξαφνική ή συνεχής άρση μεγάλου βάρους
- Ο χρόνιος βήχας, κυρίως λόγω του καπνίσματος
- Η εγκυμοσύνη
- Η έλλειψη σωματικής άσκησης
- Οι χειρουργικές τομές
- Η χρόνια δυσκοιλιότητα
- Η παχυσαρκία
Συμπτώματα και διάγνωση
Η διάγνωση της βουβωνοκήλης βασίζεται στην κλινική εξέταση και είναι εύκολη, διότι τα τυπικά συμπτώματά της εντοπίζονται εύκολα από τον εξειδικευμένο ιατρό. Τα συνηθέστερα συμπτώματα που οδηγούν τον ασθενή στον γιατρό είναι η συνεχής παρουσία ή η διαλείπουσα εμφάνιση διογκώσεως ή/και άλγους στην περιοχή.
Μερικές φορές, όμως, η κήλη είναι ασυμπτωματική και διαγιγνώσκεται εντελώς τυχαία κατά την εξέταση από τον χειρουργό.
Εάν η βουβωνοκήλη παρουσιάσει επιπλοκή (περίσφιξη ή φλεγμονή), η κλινική εικόνα αλλάζει δραματικά. Ο ασθενής νιώθει έντονο πόνο, μερικές φορές εμφανίζει πυρετό και διατρέχει αυξημένο κίνδυνο νέκρωσης του εντέρου.
Η αντιμετώπιση
Η βουβωνοκήλη αντιμετωπίζεται μόνο χειρουργικά. Κατά την χειρουργική επέμβαση πραγματοποιείται αποκατάσταση των κοιλιακών τοιχωμάτων, με τρόπο ώστε η κήλη να διορθωθεί και να μην ξαναεμφανιστεί.
«Δυστυχώς, όλες οι τεχνικές με τη χρήση μόνο ραμμάτων παρουσιάζουν μεγάλο ποσοστό υποτροπής, γι’ αυτό έχουν εγκαταλειφθεί», τονίζει ο Δρ. Ξιάρχος. «Πλέον, η πιο αποτελεσματική θεραπεία για τις βουβωνοκήλες είναι η ενδοσκοπική χειρουργική αποκατάσταση TEP (Totally ExaPeritoneal Procedure), με χρήση βιοσυμβατού πλέγματος».
Η επέμβαση TEP διενεργείται λαπαροσκοπικά, αλλά εξωπεριτοναϊκά. Θεωρείται η πιο ελάχιστα επεμβατική μέθοδος. Απαιτεί μικρές τομές (μικροτομές), οι οποίες δεν ξεπερνούν τα 3-5 χιλιοστά. Με την εισαγωγή του λαπαροσκοπίου, το οποίο συνδέεται με οθόνη υψηλής ευκρίνειας, ο χειρουργός ανατάσσει την κήλη και τοποθετεί το βιοσυμβατό πλέγμα, μεταξύ των μυών του κοιλιακού τοιχώματος και του περιτοναίου.
Σύμφωνα με πρόσφατες δημοσιευμένες μελέτες σε έγκριτα επιστημονικά περιοδικά, η συγκεκριμένη τεχνική αποτελεί την πλέον ενδεδειγμένη θεραπεία. Σχετίζεται με μείωση του κινδύνου υποτροπής κατά 30-50%.
Η ομφαλοκήλη
Με τον όρο ομφαλοκήλη περιγράφεται η πρόπτωση του ενδοκοιλιακού σπλάχνου, η οποία λαμβάνει χώρα:
- Είτε στην περιοχή του ομφαλού (γνήσιες ομφαλοκήλες)
- Είτε λίγο κάτω από αυτόν (παρομφαλική κήλη)
Στις γυναίκες, η ομφαλοκήλη εμφανίζεται συνήθως μετά τον τοκετό. Στους άνδρες εκδηλώνεται συνήθως μετά από:
- Άρση βάρους
- Επίμονο βήχα ή φτάρνισμα
- Βαριά χειρωνακτική εργασία
Η ομφαλοκήλη διαγιγνώσκεται εύκολα από τον εξειδικευμένο χειρουργό, διότι είναι συνήθως εμφανής, προβάλλει στον ομφαλό και αλλοιώνει το σχήμα του.
Η αντιμετώπισή της είναι χειρουργική. Η λαπαροσκοπική μέθοδος είναι η ενδεδειγμένη τεχνική όταν η κήλη είναι μεγάλου μεγέθους. Διενεργείται μικρή τομή (5-10 χιλιοστά) σε πλάγιο μέρος της κοιλίας, απ’ όπου εισάγεται κάμερα (λαπαροσκόπιο) υψηλής ευκρίνειας και γίνεται επόπτευση όλης της ενδοκοιλιακής χώρας.
Τοποθετείται ειδικό πλέγμα και καθηλώνεται με εδικά clips με στόχο την σταθεροποίησή του. Η συγκεκριμένη τεχνική επιτρέπει στον ασθενή να επιστρέψει σύντομα στις καθημερινές δραστηριότητές του, χωρίς πόνο.
Εξατομικευμένη αντιμετώπιση
«Αυτό που πρέπει να τονιστεί και να αναδειχθεί είναι η αρχή της εξατομικευμένης αντιμετώπισης από τον έμπειρο χειρουργό, για κάθε πάσχοντα από κήλη ξεχωριστά», επισημαίνει ο Δρ. Ξιάρχος. «Μία αρχή η οποία βασίζεται στην κατανόηση της ιδιαιτερότητας κάθε ασθενούς, με κριτήριο τη φυσιολογία και την κλινική του κατάσταση».
Η επιλογή του θεράποντος ιατρού πρέπει να βασίζεται σε παραμέτρους, όπως «στην εμπειρία και στην εξειδίκευση του χειρουργού, στο ευρύτερο νοσοκομειακό περιβάλλον, στις οργανωμένες δομές και κυρίως, στην εξατομικευμένη αντιμετώπιση προς τον ασθενή, όπως αυτά υφίστανται και εφαρμόζονται στα νοσοκομεία του Ομίλου Ιατρικού Αθηνών», προσθέτει.
«Η καθημερινή ενημέρωση για νέες τεχνολογίες και υλικά, σε συνδυασμό με τις συνεχείς επενδύσεις του Ομίλου σε βιοϊατρικό εξοπλισμό, μας επιτρέπει να διαθέτουμε την τελευταία λέξη της σύγχρονης αντιμετώπισης για τις χειρουργικές παθήσεις. Παράλληλα, και μέσα από τη συνεργασία της διεπιστημονικής ομάδας είμαστε σε θέση να προσφέρουμε την πλέον εξατομικευμένη λύση για κάθε περίπτωση, όσο σύμπλοκη και αν είναι», καταλήγει.
Φωτογραφία: iStock