Υπερπαραθυρεοειδισμός: Πως εκδηλώνεται και τι προβλήματα υγείας μπορεί να προκαλέσει
Πολλά προβλήματα μπορεί να προκαλέσει στον οργανισμό η υπερλειτουργία των παραθυρεοειδών αδένων, που βρίσκονται πίσω από τον θυρεοειδή και εκκρίνουν την παραθορμόνη. Η ορμόνη αυτή είναι εξαιρετικά σημαντική για τον οργανισμό και η αυξημένη παραγωγή της (υπερπαραθυρεοειδισμός) μπορεί να δημιουργήσει πολλά προβλήματα.
Η παραθορμόνη συμμετέχει και ρυθμίζει το μεταβολισμό και την ομοιόσταση του ασβεστίου, μαζί με την καλσιτονίνη και τη βιταμίνη D. Πρακτικά αυτό σημαίνει πως οι αδένες καθορίζουν τα σωστά επίπεδα ασβεστίου, επιτρέποντας ή αναστέλλοντας την έκκριση παραθορμόνης.
«Η ισορροπία διατηρείται με το εάν το ασβέστιο μειωθεί, εκκρίνεται παραθορμόνη. Έτσι η ορμόνη αυτή απελευθερώνει ασβέστιο από τα οστά και αυξάνει την απορρόφησή του από το λεπτό έντερο. Εάν τα επίπεδα ασβεστίου είναι ψηλά, μειώνεται η παραγωγή της παραθορμόνης με τα αντίθετα αποτελέσματα», αναφέρει ο κ. Εμμανουήλ Τσίγκος, χειρουργός ενδοκρινών αδένων, διευθυντής της Ι’ Χειρουργικής Κλινικής και ιδρυτής του Κέντρου Χειρουργικής Θυρεοειδούς και Ενδοκρινών Αδένων του Metropolitan General.
Υπάρχουν τρεις τύποι υπερπαραθυρεοειδισμού: ο πρωτοπαθής, ο δευτεροπαθής και ο τριτοπαθής.
Πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός
Είναι σχετικά σπάνια νόσος. Εμφανίζεται σε μεγαλύτερες ηλικίες με τις γυναίκες να προσβάλλονται συχνότερα από τους άντρες (αναλογία 2 προς 1). Είναι συνήθως σποραδικός, μπορεί όμως να εμφανίζει οικογενή κατανομή και να αποτελεί μέρος του συνδρόμου πολλαπλής ενδοκρινικής νεοπλασίας (ΜΕΝ 1 και ΜΕΝ 2Α). Συνήθως οφείλεται:
- Σε αδένωμα που αναπτύσσεται σε έναν εκ των αδένων (80% των περιπτώσεων)
- Σε ύπαρξη αδενώματος σε 2 αδένες (5-10%)
- Σε διάχυτη υπερπλασία όλων των παραθυρεοειδών (5-10%)
- Σε πρωτοπαθή παραθυρεοειδική κακοήθεια (1%)
Ο καρκίνος των παραθυρεοειδών είναι εξαιρετικά σπάνιος. Συνοδεύεται πάντοτε σχεδόν από σοβαρή υπερασβεστιαιμία (υψηλά επίπεδα ασβεστίου στο αίμα) και πολύ υψηλές τιμές παραθορμόνης. Έχει αποδειχθεί ότι υπάρχει γενετική προδιάθεση στο 10-20% των ασθενών.
Δευτεροπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός
Είναι πιο σπάνιος. Η αυξημένη παραγωγή παραθορμόνης οφείλεται σε υπερπλασία όλων των αδένων μετά από συνεχή διέγερσή τους λόγω χαμηλών επιπέδων ασβεστίου στο αίμα. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε χρόνια νεφρική ανεπάρκεια ή προβλήματα δυσαπορρόφησης που μπορεί να οδηγήσουν σε ανεπάρκεια της βιταμίνης D.
Τριτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός
Είναι εξαιρετικά σπάνιος. Εμφανίζεται σε μερικούς ασθενείς με δευτεροπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό, οι οποίοι μπορεί μετά από χρόνια να αναπτύξουν αυτόνομα λειτουργικούς υπερπλαστικούς αδένες. Αυτό σημαίνει ότι οι παραθυρεοειδείς αδένες δεν υπακούν στο φυσιολογικό μηχανισμό ρύθμισης και υπερλειτουργούν ανεξάρτητα από την τιμή του ασβεστίου.
Τα συμπτώματα
Οι περισσότεροι ασθενείς είναι ασυμπτωματικοί αρχικά. Έτσι, ο υποκλινικός υπερπαραθυρεοειδισμός ανευρίσκεται σε τυχαίο αιματολογικό έλεγχο. Μερικοί, όμως, μπορεί να παραπονεθούν για αδυναμία, κόπωση και ακαθόριστο πόνο. Με την πάροδο του χρόνου μπορεί να αναπτυχθούν τα ακόλουθα:
- Νεφρολιθίαση
- Κοιλιακό άλγος
- Δίψα
- Απώλεια όρεξης
- Ναυτία
- Έμετοι
- Παγκρεατίτιδα
- Οστεοπόρωση
- Κατάγματα οστών
- Διαταραχές μνήμης
- Σύγχυση
- Μυϊκή αδυναμία
Πώς γίνεται η διάγνωση
Η διάγνωση και ο έλεγχος του υπερπαραθυρεοειδισμού συμπεριλαμβάνει:
- Αιματολογικό έλεγχο (για ασβέστιο και παραθορμόνη)
- Ακτινολογικό έλεγχο (λ.χ. ακτινογραφία νεφρών, ουρητήρων, κύστης για τον έλεγχο νεφρολιθίασης)
- Μέτρηση οστικής πυκνότητας
Η εντόπιση των παθολογικών παραθυρεοειδών αδένων γίνεται με:
- Υπερηχογράφημα
- Σπινθηρογράφημα με τεχνήτιο sestamibi (ο ασθενής λαμβάνει πολύ μικρή ποσότητα μιας ραδιενεργούς ουσίας, η οποία απορροφάται μόνο από τον υπερλειτουργούντα παραθυρεοειδή αδένα και συμβάλλει στην ανίχνευσή του).
Προβλήματα υγείας
Ο υπερπαραθυρεοειδισμός σχετίζεται με ορισμένα σοβαρά προβλήματα, λόγω της αυξημένης ποσότητας παραθορμόνης που κυκλοφορεί στον οργανισμό. Τέτοια προβλήματα είναι τα εξής:
- Οστεοπόρωση: Όσο υπερεκκρίνεται παραθορμόνη, τόσο περισσότερο ασβέστιο χάνουν τα οστά. Το επακόλουθο είναι να γίνονται αδύναμα, εύθραυστα, με αυξημένη πιθανότητα καταγμάτων.
- Νεφρολιθίαση: Ο οργανισμός προσπαθεί να αποβάλει το επιπλέον ασβέστιο με τα ούρα, με συνέπεια να αυξάνεται ο κίνδυνος για νεφρολιθίαση.
- Πεπτικό έλκος: Τα υψηλά επίπεδα ασβεστίου διεγείρουν την έκκριση υδροχλωρικού οξέος από το στομάχι.
- Αρτηριακή υπέρταση: Παρατηρείται αυξημένος κίνδυνος για αρτηριακή υπέρταση και καρδιακή ανεπάρκεια, πιθανόν λόγω αγγειοσύσπασης και βλάβης των νεφρών.
- Ψυχολογικές διαταραχές: Κατάθλιψη, αλλαγή συμπεριφοράς, συναισθηματική αστάθεια κ.ά. είναι συχνές στους ασθενείς
Η αντιμετώπιση
Η αντιμετώπιση εξαρτάται από τον τύπο του υπερπαραθυρεοειδισμού και κάθε ασθενή ξεχωριστά. Κυμαίνεται από απλή παρακολούθηση έως χειρουργική επέμβαση. Ειδικότερα, η αντιμετώπιση έχει ως εξής:
- Πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός: Η χειρουργική αντιμετώπιση είναι η μέθοδος εκλογής. Στις περιπτώσεις που πρόκειται για ένα αδένωμα, αφαιρείται ο συγκεκριμένος παραθυρεοειδής αδένας. Εάν πρόκειται για υπερπλασία και των τεσσάρων αδένων, ο χειρουργός αφαιρεί τους τρεις από αυτούς και μέρος του τέταρτου.
- Δευτεροπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός: Η θεραπεία μπορεί να είναι συντηρητική, με χορήγηση βιταμίνης D και ασβεστίου (είναι ουσίες που «μιμούνται» το ασβέστιο), αποφυγή φωσφόρου. Μπορεί να χρειασθεί και αιμοκάθαρση. Μερικοί ασθενείς όμως χρειάζονται χειρουργική θεραπεία (αφαίρεση των τρεισήμισι αδένων). Κάποιοι ασθενείς φαίνεται να ομαλοποιούν τις τιμές ασβεστίου μετά από επιτυχή μεταμόσχευση νεφρού.
- Τριτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός: Αρχικά ακολουθείται συντηρητική αγωγή με σκευάσματα ασβεστίου και βιταμίνης D. Σε ορισμένες περιπτώσεις και με συγκεκριμένες ενδείξεις συνιστάται χειρουργική αντιμετώπιση.
«Η επέμβαση εκλογής είναι η ελάχιστα επεμβατική παραθυρεοειδεκτομή με ή χωρίς χρήση βιντεοκάμερας, η οποία διενεργείται πλέον σε όλα τα εξειδικευμένα κέντρα ενδοκρινών αδένων με διεγχειρητική μέτρηση της παραθορμόνης, προς επιβεβαίωση της ορθής εκτομής», αναφέρει ο κ. Τσίγκος.
Η παραθυρεοειδεκτομή πραγματοποιείται υπό γενική αναισθησία, διαμέσου μικρής εγκάρσιας τομής 1,5-2,5 εκατοστών στο κατώτερο τμήμα της πρόσθιας επιφάνειας του τραχήλου, κατά μήκος μιας φυσικής δερματικής πτυχής (όπως διενεργείται και η θυρεοειδεκτομή).
«Η μετεγχειρητική πορεία είναι εξαιρετική. Ο/η ασθενής εξέρχεται από την κλινική σε λιγότερο από 24 ώρες από την εισαγωγή του/της με άριστο αισθητικό αποτέλεσμα», καταλήγει ο κ. Τσίγκος.
Φωτογραφία: iStock