Υπέρταση: Νέα, απλή και ανώδυνη εξέταση εντοπίζει την πιο συχνή αιτία της
Ένα νέο είδος τομογραφίας εκπομπής ποζιτρονίων (PET scan) μπορεί να ανιχνεύει με μη επεμβατικό τρόπο μικροσκοπικούς, καλοήθεις όζους στα επινεφρίδια, οι οποίοι προκαλούν υπέρταση, σύμφωνα με μία νέα μελέτη.
Οι όζοι αυτοί λέγονται αδενώματα επινεφριδίων. Αναλόγως με την ικανότητά τους να παράγουν ορμόνες τα αδενώματα αποκαλούνται λειτουργικά ή μη-λειτουργικά. Τα λειτουργικά αδενώματα μπορεί να παράγουν την ορμόνη αλδοστερόνη, η οποία προκαλεί υπέρταση. Αν αφαιρεθούν, η αρτηριακή πίεση μπορεί να θεραπευτεί.
Ωστόσο, «τα λειτουργικά αδενώματα επινεφριδίων είναι πολύ μικρά. Έτσι εύκολα μπορεί να διαφύγουν από την απλή αξονική τομογραφία», δήλωσε ο επιβλέπων ερευνητής Dr. Morris Brown, καθηγητής Ενδοκρινικής Υπέρτασης στο Νοσοκομείο Queen Mary του Λονδίνου.
«Ανακαλύψαμε ότι με την έγχυση μιας ραδιενεργού ουσίας μπορούμε να «φωτίσουμε» για λίγα λεπτά τα οζίδια αυτά και ύστερα να τα αφαιρέσουμε. Έως πρότινος, το 99% των περιστατικών παρέμεναν αδιάγνωστα λόγω της δυσκολίας στη διάγνωση. Ευελπιστούμε ότι τα ευρήματά μας θα αντιστρέψουν την κατάσταση», πρόσθεσε.
Υπολογίζεται ότι ποσοστό έως 15% των ασθενών με υπέρταση έχουν υποκείμενο λειτουργικό αδένωμα επινεφριδίου. Επομένως, η πίεσή τους μπορεί να ρυθμιστεί, εάν αφαιρεθεί αυτό το καλόηθες (μη-καρκινικό) ογκίδιο.
Η μελέτη έδειξε ακόμα πως όταν η τομογραφία PET scan (ή PET-CT) συνδυαστεί με μία εξέταση αίματος, μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια ποιοι ασθενείς θα πάψουν να χρειάζονται αντιυπερτασικά φάρμακα μετά την χειρουργική αφαίρεση του αδενώματος.
Η νέα μελέτη
Η νέα μελέτη διεξήχθη στο Πανεπιστήμιο Queen Mary, το Νοσοκομείο St Bartholomew’s και το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Κέιμπριτζ. Τα ευρήματά της δημοσιεύθηκαν στην ιατρική επιθεώρηση Nature Medicine.
Στην μελέτη εντάχθηκαν 128 ασθενείς, των οποίων η υπέρταση οφειλόταν σε υπερπαραγωγή αλδοστερόνης. Στους ασθενείς έγινε έγχυση ενός ραδιοφαρμάκου βραχείας δράσης, που λέγεται metomidate. Το ραδιοφάρμακο αυτό συσσωρεύεται μόνο στον όζο που παράγει αλδοστερόνη, με αποτέλεσμα να αποκαλύπτει την παρουσία του.
Όπως έδειξε το PET scan, στα δύο τρίτα των ασθενών η αιτία του αλδοστερονισμού ήταν ένας καλοήθης όζος επινεφριδίου, ο οποίος αφαιρέθηκε χειρουργικά.
Πριν από την εγχείρηση, οι ερευνητές υπέβαλλαν τους ασθενείς σε μέτρηση της αλδοστερόνης στα ούρα για να υπολογίσουν πόσοι από τους ασθενείς θα απαλλάσσονταν εντελώς από την ανάγκη για αντιυπερτασικά φάρμακα.
Συνδυάζοντας τα αποτελέσματα των δύο εξετάσεων μπόρεσαν να εντοπίσουν με επιτυχία τους 18 από τους συνολικώς 24 ασθενείς που το πέτυχαν αυτό.
Ο φλεβικός καθετηριασμός επινεφριδίων
Η ακρίβεια της νέας εξέτασης στη διάγνωση των λειτουργικών αδενωμάτων ήταν εφάμιλλη με εκείνη του φλεβικού καθετηριασμού.
Ο φλεβικός καθετηριασμός των επινεφριδίων είναι η «συνήθης προεγχειρητική εξέταση», σημειώνουν οι ερευνητές στο άρθρο τους. Κατ’ αυτόν, εισάγεται ένας φλεβικός καθετήρας από την βουβωνική περιοχή για να οδηγηθεί έως τα επινεφρίδια και να ληφθούν δείγματα αίματος.
Στα δείγματα θα μετρηθούν τα επίπεδα της αλδοστερόνης για να επιβεβαιωθεί η ύπαρξη λειτουργικού αδενώματος. Ωστόσο ο καθετηριασμός δεν μπορεί να προβλέψει ποιοι ασθενείς με υπέρταση θα σταματήσουν να χρειάζονται φάρμακα, όταν αφαιρεθεί το αδένωμα.
Το PET scan ήταν εξίσου ακριβές ως διαγνωστική εξέταση με τον φλεβικό καθετηριασμό σε όλους τους ασθενείς. Ήταν όμως ανώδυνο, γρήγορο και αναίμακτο.
Τι είναι η αλδοστερόνη
Η αλδοστερόνη είναι μία στεροειδής ορμόνη. Παράγεται από τον φλοιό των επινεφριδίων. Δρα κυρίως στους νεφρούς, όπου προκαλεί επαναρρόφηση νατρίου (άλατος) και νερού, και απέκκριση καλίου. Οι επιδράσεις αυτές αυξάνουν την αρτηριακή πίεση.
Όταν υπερπαράγεται προκαλεί μία κατάσταση που λέγεται πρωτοπαθής αλδοστερονισμός. Οι ασθενείς με υπέρταση λόγω αλδοστερονισμού παρουσιάζουν ανθεκτικότητα στην αντιυπερτασική αγωγή. Το επακόλουθο είναι να διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για έμφραγμα και εγκεφαλικό.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, ο πρωτοπαθής αλδοστερονισμός αποτελεί την πιο συχνή αιτία της υπέρτασης. Ευθύνεται επίσης για το 20-25% των κρουσμάτων ανθεκτικής υπέρτασης.
Φωτογραφία: iStock