Περισσότεροι από οκτώ στους δέκα ενήλικες περνάνε την ημέρα νιώθοντας υπνηλία που επεμβαίνει στη δουλειά, την ψυχική διάθεση και τις σχέσεις τους. Κύρια αιτία γι’ αυτήν; Το γεγονός ότι δεν κοιμούνται αρκετά.
Ωστόσο η υπνηλία δεν είναι μία απλή ενόχληση, προειδοποιεί ο πνευμονολόγος Dr. Alexandre Abreu, επίκουρος καθηγητής Ιατρικής Ύπνου στο Πανεπιστήμιο του Μαϊάμι και εκπρόσωπος της Αμερικανικής Ακαδημίας Ιατρικής Ύπνου (AASM). «Μπορεί να επηρεάσει τη λειτουργικότητά μας, πλήττοντας τα πάντα από την παραγωγικότητα στη δουλειά έως τις προσωπικές σχέσεις», τονίζει.
Του λόγου το αληθές αποδεικνύει νέα δημοσκόπηση της AASM, στην οποία συμμετείχαν 2.006 εθελοντές. Μόλις το 17% ανέφεραν πως δεν έχουν υπνηλία. Μάλιστα για το 75% η υπνηλία δεν είναι σπάνιο φαινόμενο, αλλά κάτι που τους συμβαίνει από «μερικές φορές» έως «συνεχώς».
Οι υπόλοιποι όχι μόνο την εκδηλώνουν, αλλά οι περισσότεροι ανέφεραν πως έχει αντίκτυπο σε τουλάχιστον έναν τομέα της ζωής τους. Πολλοί, δε, ανέφεραν και επιπτώσεις στην ψυχοσωματική υγεία τους.
Τα ευρήματα
Ειδικότερα, σχεδόν οι μισοί συμμετέχοντες (το 47%) είπαν ότι μειώνει την παραγωγικότητά τους στη δουλειά. Επιπλέον, σχεδόν ένας στους τρεις (το 31%) είπαν ότι μειώνει την ποιότητα της εργασίας τους.
Λίγο υψηλότερο ποσοστό (34%) ανέφεραν ότι η υπνηλία την ημέρα επηρεάζει αρνητικά τη μνήμη/ικανότητα ανάκλησης στη μνήμη. Το 16%, εξ άλλου, παραδέχτηκαν ότι μειώνει τους χρόνους αντίδρασής τους στη διάρκεια της οδήγησης, με συνέπεια να αυξάνεται δραματικά ο κίνδυνος τροχαίου ατυχήματος.
Σαν να μην ήταν αυτά αρκετά, σχεδόν τέσσερις στους δέκα (το 38%) είπαν ότι η υπνηλία επηρεάζει αρνητικά την ψυχική υγεία τους. Σχεδόν μοιραία, λοιπόν, το 24% ανέφεραν πως επηρεάζει αρνητικά τις σχέσεις με την οικογένεια και τους φίλους τους.
Οι επιπτώσεις της υπνηλίας στην ζωή και την υγεία είναι πολύ πιθανότερες στους νεαρούς ενήλικες παρά στους ηλικιωμένους. Το σχεδόν 90% των συμμετεχόντων ηλικίας 18 έως 34 ετών ανέφεραν πως έχει επιπτώσεις σε τουλάχιστον μία πλευρά της ζωής τους. Το αντίστοιχο ποσοστό, όμως, στις ηλικίες άνω των 65 ετών ήταν 66%.
Το γεγονός αυτό αποδεικνύει αυτό που όλοι γνωρίζουμε: ότι τον ύπνο συνήθως μαθαίνουμε να τον εκτιμάμε όταν αρχίζουμε να πλησιάζουμε στη μέση ηλικία.
Πόσο ύπνο χρειαζόμαστε
Τα ευρήματα αυτά σκιαγραφούν με σαφήνεια τις εκτεταμένες επιπτώσεις της υπνηλίας την ημέρα, τονίζει ο Dr. Abreu. Πώς μπορούμε να προστατευθούμε; Η μόνη λύση είναι να κάνουμε το αυτονόητο: να προσπαθήσουμε να κοιμόμαστε 7-9 ώρες κάθε βράδυ.
Πρέπει επίσης να έχουμε ένα σταθερό ωράριο ύπνου και έγερσης. Και φυσικά να κοιμόμαστε σε ένα ήσυχο, δροσερό και σκοτεινό υπνοδωμάτιο – και όχι με το κινητό ενεργοποιημένο δίπλα μας.
«Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουν όλοι τη σημασία του ύπνου για την υγεία. Δεν είναι πολυτέλεια, αλλά αληθινή ανάγκη του ανθρώπινου οργανισμού. Ειδάλλως υποφέρει και εκδηλώνει πολλά προβλήματα», κατέληξε ο καθηγητής.
Φωτογραφία: iStock