Υποτροπιάζουσα-διαλείπουσα πολλαπλή σκλήρυνση: Μακροχρόνια βελτίωση με συγκεκριμένο φάρμακο
Μεταξύ των ασθενών με υποτροπιάζουσα-διαλείπουσα πολλαπλή σκλήρυνση που έλαβαν θεραπεία με alemtuzumab στη διάρκεια των πιλοτικών μελετών CARE-MS διετούς διάρκειας, το 80% (n=299) από τη μελέτη CARE-MS I και το 73% (n=317) από τη μελέτη CARE-MS II συμπλήρωσαν μακροχρόνια παρακολούθηση έως το έβδομο έτος.
Τα βασικά ευρήματα είναι τα εξής:
Μετά τις αρχικές δύο συνεδρίες με alemtuzumab, οι οποίες χορηγήθηκαν στους ασθενείς κατά την έναρξη της μελέτης και μετά από 12 μήνες, το 59% (n=206) των ασθενών με alemtuzumab από τη μελέτη CARE-MS I και το 47% (n=185) από τη μελέτη CARE-MS II δεν έλαβαν επιπλέον θεραπεία τα επόμενα έξι έτη. Οι ασθενείς ήταν υποψήφιοι να λάβουν είτε επαναληπτική θεραπεία με alemtuzumab ή κάποια άλλη θεραπεία τροποποίησης της Πολλαπλής Σκλήρυνσης.
Το ετήσιο ποσοστό υποτροπών που παρατηρήθηκε στους ασθενείς που έλαβαν alemtuzumab στη μελέτη CARE-MS I (0,18) και τη μελέτη CARE-MS II (0,26) παρέμεινε σε χαμηλά επίπεδα καθ’ όλη τη διάρκεια της επέκτασης (0,13 και 0,14 κατά το έβδομο έτος.)
Κατά το έβδομο έτος, το 74% και το 69% των ασθενών που έλαβαν alemtuzumab από τη μελέτη CARE-MS I και τη μελέτη CARE-MS II, αντίστοιχα, δεν παρουσίασαν επιβεβαιωμένη επιδείνωση της αναπηρίας ενώ το 37% και το 44%, αντίστοιχα, παρουσίασε επιβεβαιωμένη βελτίωση της αναπηρίας.
Έως το έβδομο έτος, οι ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με alemtuzumab στις μελέτες CARE-MS I και II παρουσίασαν επιβράδυνση στη μείωση όγκου του εγκεφάλου3. Στο διάστημα μεταξύ τρίτου και έβδομου έτους, η μέση ετήσια μείωση του όγκου του εγκεφάλου ήταν -0,20% ή μικρότερη, που αντιστοιχεί σε χαμηλότερο ποσοστό σε σχέση με αυτό που παρατηρήθηκε στους ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με alemtuzumab στη διάρκεια των πιλοτικών μελετών (CARE-MS I: -0,59% το πρώτο έτος· -0,25% το δεύτερο έτος· CARE-MS II: -0,48% το πρώτο έτος · -0,22% το δεύτερο έτος).
Στη διάρκεια κάθε έτους έως το έβδομο, οι περισσότεροι ασθενείς δεν εμφάνισαν καμία ένδειξη δραστηριότητας της νόσου βάσει μαγνητικής απεικόνισης (MRI)4 (CARE-MS I: 66 – 77%·CARE-MS II: 67 – 76%).
Έως το έβδομο έτος, η ετήσια επίπτωση της πλειοψηφίας των ανεπιθύμητων ενεργειών στη διάρκεια της επέκτασης ήταν συγκρίσιμη ή μειωμένη σε σχέση με την επίπτωση που παρατηρήθηκε στις πιλοτικές μελέτες. Η συχνότητα εμφάνισης ανεπιθύμητων ενεργειών του θυρεοειδούς άγγιξε το υψηλότερο ποσοστό στη διάρκεια του τρίτου έτους (CARE-MS I: 15%· CARE-MS II: 17%) και γενικά μειώθηκε στη συνέχεια. Σημειώθηκαν τρεις θάνατοι κατά το έβδομο έτος, κανείς από τους οποίους δεν θεωρήθηκε ότι σχετίζεται με το alemtuzumab από τους ερευνητές της κλινικής μελέτης.
“Τα δεδομένα της μελέτης επέκτασης που παρουσιάζονται στο συνέδριο της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας (AAN) δείχνουν ότι πάνω από τα δύο τρίτα των ασθενών δεν παρουσίασαν επιβεβαιωμένη επιδείνωση της αναπηρίας κατά το έβδομο έτος από την έναρξη θεραπείας με alemtuzumab,” δήλωσε ο Barry Singer, M.D., Διευθυντής του Κέντρου Πολλαπλής Σκλήρυνσης για καινοτομίες στη Φροντίδα στο Ιατρικό Κέντρο Βαπτιστών του Μιζούρι στο Σαιντ Λούις. “Επιπλέον, τα αποτελέσματα που αφορούν στις υποτροπές και τις εκβάσεις βάσει μαγνητικής απεικόνισης, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης του όγκου του εγκεφάλου διατηρήθηκαν στο πέρασμα του χρόνου, παρόλο που η πλειοψηφία των ασθενών δεν έλαβε πρόσθετη θεραπεία τα προηγούμενη έξι έτη.”
Οι κλινικές μελέτες Φάσης III του alemtuzumab ήταν τυχαιοποιημένες, ανοιχτές, τυφλές, πιλοτικές μελέτες διετούς διάρκειας που συνέκριναν τη θεραπεία με alemtuzumab έναντι της υψηλής δόσης υποδόρια χορηγούμενης ιντερφερόνης βήτα-1α σε ασθενείς με ενεργή υποτροπιάζουσα-διαλείπουσα πολλαπλή σκλήρυνση, οι οποίοι είτε δεν είχαν λάβει προηγουμένως θεραπεία (CARE-MS I) είτε δεν είχαν ανταποκριθεί επαρκώς σε διαφορετική θεραπεία (CARE-MS II).
Κατά τις κλινικές μελέτες, οι σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες που συσχετίστηκαν με το alemtuzumab ήταν αντιδράσεις σχετιζόμενες με την έγχυση, αυτοάνοσα νοσήματα (όπως θυρεοειδική νόσος, αυτοάνοσες κυτταροπενίες και νεφροπάθειες), λοιμώξεις, οξεία αλιθιασική χολοκυστίτιδα και πνευμονίτιδα. Το alemtuzumab ενδέχεται να προκαλέσει υψηλό κίνδυνο κακοηθειών. Προγράμματα διαχείρισης κινδύνου που περιλαμβάνουν εκπαίδευση και παρακολούθηση συμβάλλουν στην έγκαιρη ανίχνευση και διαχείριση των κύριων αναγνωρισμένων και δυνητικών κινδύνων.
Οι πιο συχνά αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες του alemtuzumab είναι εξάνθημα, κεφαλαλγία, πυρεξία, ρινοφαρυγγίτιδα, ναυτία, λοίμωξη του ουροποιητικού, κόπωση, αυπνία, λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού, λοίμωξη από τον ιό του έρπητα, κνίδωση, κνησμός, διαταραχές του θυρεοειδούς αδένα, μυκητιασική λοίμωξη, αρθραλγία, πόνος στα άκρα, πόνος στη μέση, διάρροια, ρινοκολπίτιδα, στοματοφαρυγγικός πόνος, παραισθησία, ζάλη, κοιλιακό άλγος, έξαψη και έμετος.
Σχετικά με το alemtuzumab
Το alemtuzumab έχει εγκριθεί σε περισσότερες από 60 χώρες, με επιπλέον αιτήσεις άδειας κυκλοφορίας να βρίσκονται υπό αξιολόγηση από ρυθμιστικές αρχές ανά τον κόσμο. Το alemtuzumab υποστηρίζεται από ένα ολοκληρωμένο και εκτενές πρόγραμμα κλινικής ανάπτυξης στο οποίο συμμετείχαν σχεδόν 1.500 ασθενείς παγκοσμίως και περιλάμβανε παρακολούθηση διάρκειας ίσης με 5.400 έτη ασθενείας. Περισσότεροι από 19.0005 ασθενείς ανά τον κόσμο έχουν λάβει θεραπεία με alemtuzumab.
Η Sanofi Genzyme κατέχει τα παγκόσμια δικαιώματα για το alemtuzumab και έχει την ευθύνη για την ανάπτυξη και την εμπορική κυκλοφορία του στην πολλαπλή σκλήρυνση. Η Bayer Healthcare λαμβάνει εξαρτώμενες οικονομικές απολαβές με βάση τα παγκόσμια έσοδα από τις πωλήσεις.