Το «ζάχαρο» αλλάζει χιλιάδες φορές την ημέρα
«Υπολογίζεται ότι τα επίπεδα του σακχάρου (γλυκόζη) αίματος αλλάζουν σχεδόν 9.000 φορές το 24ωρο, με τις τιμές του να κυμαίνονται από 70 έως 150 mg/dl στους υγιείς ανθρώπους», λέει ο αναπληρωτής καθηγητής Νίκος Τεντολούρης, υπεύθυνος του Διαβητολογικού Κέντρου στο Λαϊκό Νοσοκομείο της Αθήνας.
Το φυσιολογικό σάκχαρο νηστείας (δηλαδή το σάκχαρο το πρωί που ξυπνάμε, μετά από 8-10 ώρες νηστικοί) είναι κάτω από 100 mg/dl, ενώ δύο ώρες μετά το φαγητό είναι κάτω από 140 mg/dl.
Αν το σάκχαρο νηστείας είναι από 100 έως 125 mg/dl, τότε το άτομο είναι προδιαβητικό, ενώ όταν το σάκχαρο νηστείας είναι μεγαλύτερο ή ίσο με 126 mg/dl, τότε το άτομο έχει διαβήτη. Ωστόσο «αυτό πρέπει να είναι το αποτέλεσμα σε δύο μετρήσεις του σακχάρου, δύο διαφορετικές ημέρες και στο βιοχημικό εργαστήριο, όχι με τον μετρητή σακχάρου στο σπίτι», διευκρινίζει ο κ. Τεντολούρης.
Και συνεχίζει: «Στα άτομα με διαβήτη τύπου 2 το σάκχαρο νηστείας μπορεί να κυμαίνεται από 70 μέχρι 200 mg/dl, ενώ στον τύπου 1 διαβήτη από 50 μέχρι και 300 mg/dl καμιά φορά. Ειδικά ο τύπου 1 διαβήτης είναι ασταθής, με συνέπεια το σάκχαρο να παρουσιάζει μεγάλη διακύμανση ακόμα κι όταν οι πάσχοντες τηρούν κατά γράμμα τις συστάσεις του γιατρού. Αυτό οφείλεται στο ότι το σάκχαρο δεν επηρεάζεται μόνο από το φαγητό και την ινσουλίνη που λαμβάνουν οι ασθενείς, αλλά και από άλλους παράγοντες, π.χ. ψυχολογικούς ή παράγοντες που σχετίζονται με την απορρόφηση της ινσουλίνης στην περιοχή της έγχυσής της».
Στην πραγματικότητα, το έντονο στρες είναι τόσο επιβαρυντικό ώστε μπορεί παροδικά να φέρει το σάκχαρο εκτός ορίων (π.χ. από 100 να το πάει 250 mg/dl, κατά τον κ. Τεντολούρη), ακριβώς όπως αυξάνει την πίεση και τους καρδιακούς παλμούς.
Όσον αφορά την απορρόφηση της ινσουλίνης στο σημείο της έγχυσής της, και αυτή μπορεί να παρουσιάσει μεγάλη διακύμανση ακόμα και μέσα στην ίδια μέρα – και αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους συνιστάται σε όποιον παίρνει ινσουλίνη να μην κάνει την έγχυση στο ίδιο σημείο, αλλά να αλλάζει κάθε φορά.
Άλλοι παράγοντες που μπορεί να μειώσουν το σάκχαρο μέσα στην ημέρα είναι η σωματική καταπόνηση κατά την εργασία (π.χ. χειρωνακτική), την άθληση ή στο σπίτι (π.χ. δουλειές του σπιτιού) και η λήψη περισσότερων μονάδων ινσουλίνης από το επιθυμητό επειδή, λ.χ., ο ασθενής υπολόγισε λάθος την ποσότητα του φαγητού που θα κατανάλωνε.
Μαθαίνουν να ζουν με τις υπογλυκαιμίες
Ακόμα, όμως, κι όταν ο πάσχων από τύπου 1 διαβήτη λάβει όλες τις παραμέτρους υπ’ όψιν, μπορεί να έχει ένα ή δύο υπογλυκαιμικά επεισόδια την ημέρα, δηλαδή θα παρουσιάσει μείωση του σακχάρου του κάτω από τα 70 mg/dl.
Τα επεισόδια αυτά, όμως, δεν θα είναι σοβαρά, διευκρινίζει ο κ. Τεντολούρης. «Ο ασθενής δεν θα χάσει τις αισθήσεις του, όπως συμβαίνει στα σοβαρά επεισόδια, αλλά θα εκδηλώσει ηπιότερο συμπτώματα όπως τρέμουλο, εφίδρωση, ταχυπαλμία και αίσθημα πείνας», λέει. «Ουσιαστικά τα άτομα με τύπου 1 διαβήτη μαθαίνουν να ζουν με τις υπογλυκαιμίες. Είναι σχεδόν αναπόφευκτη για τον τύπου 1 διαβήτη, ακριβώς επειδή το σάκχαρο επηρεάζεται από πάρα πολλούς παράγοντες».
Αντιθέτως, τόσο οι ασθενείς με τύπου 1 διαβήτη όσο και εκείνοι με τύπου 2 μπορεί να παρουσιάσουν υπεργλυκαιμικό επεισόδιο εάν κάνουν διαιτητική παρεκτροπή (π.χ. φάνε γλυκά) δίχως να κάνουν την απαιτούμενη διόρθωση στην φαρμακευτική αγωγή τους ή αν δεν συμμορφώνονται με την αντιδιαβητική αγωγή τους.
Κίνδυνος επιπλοκών
Οι συνεχείς αυξομειώσεις του σακχάρου σε ακραίες τιμές, που οδηγούν σε επεισόδια υπογλυκαιμίας ή/και υπεργλυκαιμίας, δεν είναι άμοιρες συνεπειών. Μελέτες έχουν δείξει πως αυξάνουν τον κίνδυνο μικροαγγειοπαθειών, δηλαδή εκδήλωσης επιπλοκών στα μάτια (διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια), τους νεφρούς (διαβητική νεφροπάθεια) και το νευρικό σύστημα (διαβητική νευροπάθεια).
«Η αύξηση αυτών των κινδύνων είναι σημαντική, γι’ αυτό όλες οι προσπάθειες, ακόμα και με τις αντλίες ινσουλίνης, επικεντρώνονται στο να μιμηθούμε το φυσιολογικό», λέει ο κ. Τεντολούρης. «Όμως ποτέ δεν καταφέρνουμε να το πλησιάσουμε αρκετά, διότι οι εγχύσεις ινσουλίνης με την ένεση ή με αντλία γίνονται στο λίπος της κοιλιάς και όχι στο ήπαρ απ’ όπου φυσιολογικά θα διοχετευόταν η ορμόνη έπειτα από την παραγωγή της στο πάγκρεας. Η ινσουλίνη άλλοτε απορροφάται καλά από το λίπος της κοιλιάς και άλλοτε όχι, επομένως η έγχυση γίνεται κατ’ ανάγκην σε λάθος τμήμα του σώματος και κατ’ εκτίμηση της ποσότητας που χρειάζεται ο οργανισμός, με συνέπεια τις υπογλυκαιμίες».
Όταν, μάλιστα, γίνεται προσπάθεια να εντατικοποιηθεί το σχήμα της θεραπείας με λήψη ινσουλίνης τρεις ή περισσότερες φορές την ημέρα και λήψη ταχείας και μακράς δράσης ινσουλίνης, υπάρχει κίνδυνος και σοβαρών υπογλυκαιμιών που φθάνουν έως την απώλεια των αισθήσεων και το κώμα, τονίζει ο ειδικός.
Για όλους αυτούς τους λόγους έχει ζωτική σημασία η καλή ρύθμιση του σακχάρου με προσεγμένη διατροφή, συστηματική γυμναστική, έλεγχο του στρες και καλή χρήση των χαπιών και της ινσουλίνης.
Τόσο για τον τύπου 1 διαβήτη όσο και για τον τύπου 2, οι στόχοι (κριτήρια) της καλής γλυκαιμικής ρύθμισης είναι:
* Σάκχαρο νηστείας (πριν το φαγητό) = 80-120 mg/dl
* Σάκχαρο 2 ώρες μετά το φαγητό = έως 140 mg/dl
* Γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HbA1c) = κάτω από 7%
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
6 απρόσμενοι παράγοντες που απορρυθμίζουν το «ζάχαρο»
Διατροφή: Τι να προσέχουν τα άτομα με διαβήτη